Τρίτη 16 Ιανουαρίου 2018

Θησαυρός / Μαρία Μελετίου



Πίσω από κείνο το βουνό κάποιος κρυμμένος θησαυρός
 ο Πενταδάκτυλος στέκεται  απόρθητος ψηλός φρουρός
χρόνια  πολλά να κρύβει  αυτό το μυστικό  καλά
Να μην το βλέπει η καρδιά να κλαίει και να μοιρολογά

Σαν  το διαβείς  όμως και  δεις από κει ψηλά
Διαμάντια, ζαφείρια και ρουμπίνια, μεμιάς όλα τα ξεχνάς
Το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού
Το πράσινο του βουνού το χρώμα του πορτοκαλιού
και τα άνθη της ελιάς της λεμονιάς
να μυρίζεσαι και να μοσχοβολάς

αχ  πόσο η ψυχή να αντέξει άλλο δεν μπορεί
Κερύνεια μου δικιά μας πότε θα ξαναγινείς;

Τώρα καρδιά δεν έχεις σου κόψαν την πνοή
παιδιά δεν έχεις σ’ αφήσαν μοναχή
Μα τι και αν σου κλέψαν τη ζωή  και σου πήραν τη ψυχή
τα κυκλάμινα  ακόμα ανθίζουν οι πορτοκαλιές μυρίζουν

Όλα προσμένουν την ώρα και τη στιγμή  που θα λυτρωθείς
Και μαζί με το Χριστό σύντομα και  συ θα αναστηθείς
Nαι, θα’ ρθει η στιγμή που θα γυρίσουν τα παιδιά σου
Και ξανά θα ανοίξει η καρδιά σου  …

Κυριακή 14 Ιανουαρίου 2018

Το ταξίδι της προσφυγιάς / Αναστασία Κατσώνη



Βγήκαμε στον δρόμο
και πήραμε το τρένο για τη δύση,
γιατί ο ήλιος βασίλεψε πια
κι ο ορίζοντας δεν θα ροδίσει.
Ατενίζοντας για λίγο την ανατολή,
μείναμε έντρομοι
για το ταξίδι μας στη δύση.
Αναποφάσιστοι
ξεκινήσαμε για το ταξίδι μας,
το άμοιρο ταξίδι μιας μοίρας πικρής,
με τη θλίψη στην ψυχή
και την πίκρα στα χείλη...

Σάββατο 13 Ιανουαρίου 2018

Ποίημα της Παναγιωτού συζύγου του Γεωργίου Σάββα Ζέλβα

Που να βρω τόσο ν σίδερον
την θάλασσαν να ζώσω
νάρτω ποδδάτε γιόρκο μου
εγιώ να σανταμώσω

Γιώργο μου που να σιέρεσαι
γιόρκο μου που να ζήσεις
να βοηθήσει ο πλάστης μου
στην Κύπρο να γυρίσεις

Ποτέ σου δεν το έθελες
Γιόρκο μου να με αφήσης
αλλά ήτουν της τύχης μου
γραφτόν στα μαύρα να με ντήσεις


Σελ 82 στο βιβλίο : Το Μιτσερό στους αγώνες του Έθνους της κας Μάρως Θ. Σωφρωνίου



Παρασκευή 12 Ιανουαρίου 2018

Δώδεκα καλοκαίρια και άλλα ποιήματα (απόσπασμα) / Λογγίνος Παναγή / Ποιητική Συλλογή που εκδόθηκε το έτος 2011

Το πράσινο μαχαίρι
Έσκυψα μέσα στην κοιλιά μου
Άκουγα κάτι παράξενα χάχανα
Φόρεσα το ανάστροφο μου πρόσωπο
Και χώθηκα στο στήθος μου
Που ένα βαρύ πράσινο μαχαίρι έκαιγε
Θαρρείς πως θα φυτρώσει
Είπα στον διπλανό
Είχε ένα αυτί σαν τούμπανο
Και το βαρούσε όταν χαιρόταν
Σε θυμάμαι φόρτωνες στα νιάτα σου βαπόρια
Τώρα στον πυρετό
Θα γεννηθώ μάνα θ’ αναστηθώ
Κοίταζε με μάτια παιδιού
Δηλαδή πουλιού
Στο χώμα σφάδαζε η εγκυμονούσα κόρη
Κι είπα πάλι θα γυρίσουν οι καιροί
Το αυτί βάραγε και γέλαγε
Η καρδιά αδημονούσα
Φτερούγισε λίγο
Ύστερα πέταξε μακριά
Μια μέρα θα σε βρω
Η φωνή εχτύπησε το στήθος μου
Αναχωρώ
Το χάλκινο δάκρυ
Πάνω στο τραπέζι είναι ένα χάλκινο δάκρυ
Ο τεχνίτης είναι κάτω από το τραπέζι
Βαθύς αργός ποταμός ανασαίνει
Κάτω από το γέροντα μεταλλουργό
Και πιο πέρα από τον ποταμό
Το μέγα κήτος περιμένει
Μα αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά
Στο χάλκινο δάκρυ
Επάνω σε κάτι σαν γυαλί
Διαθλάται ακόμη ο ουρανός
Και η πρώτη στεγνή θάλασσα
Φέρνει πίσω τα νερά της
Και σα να τραγουδάνε μακριά τα θηρία
Γι’ αυτό ο γέροντας χορεύει
Επάνω στο τραπέζι
Στο αυτί του οι ήχοι των μετάλλων
Έχουν αναστήσει όλους τους νεκρούς
Που χρόνια κείτονταν
Κάτω από το τραπέζι

Λογγίνος Παναγή (βιογραφικά στοιχεία)

O Λογγίνος Παναγή γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1970. Σπούδασε δημοσιογραφία και σκηνοθεσία. Έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες μικρού μήκους και θεατρικά έργα. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και στο διαδίκτυο

έργα του: Δώδεκα καλοκαίρια και άλλα ποιήματα

[Μα είμαι εγώ] / Λογγίνος Παναγή

Μα είμαι εγώ;
Μα θα σπάσουν τα σύννεφα
Θα εκρήγνυνται θάλασσες
Θα ανάψουν οι κήποι
Σα να φεύγει από πάνω μου
Το κόκκινο πουλί στεναγμός
Είναι η ψυχή μου που γεννάει τον κύκνο

[Κάθε φορά ] / Λογγίνος Παναγή

....Κάθε φορά που σε φιλώ ο κόσμος αυτός ξυπνά και
ανασυντίθεται μέσα από τα κόκαλά του
Και υψώνεται για να υμνήσει μαζί με τα αναφιλητά της νύχτας
Όλα υπάρχουν για μια αιτία σκέφτομαι
Όταν σε βλέπω να σπαράζεις μακριά και μέσα μου ......

Είμαστε ξένοι στον κόσμο οι πιο κοντινοί μας ήταν εκείνοι που
μάκρυναν το δρόμο
που έμελλε να βαδίσουμε.....

Το χάλκινο δάκρυ / Λογγίνος Παναγή


Πάνω στο τραπέζι είναι ένα χάλκινο δάκρυ
Ο τεχνίτης είναι κάτω από το τραπέζι
Βαθύς αργός ποταμός ανασαίνει
Κάτω από το γέροντα μεταλλουργό
Και πιο πέρα από τον ποταμό
Το μέγα κήτος περιμένει
Μα αν κοιτάξει κανείς προσεκτικά
Στο χάλκινο δάκρυ
Επάνω σε κάτι σαν γυαλί
Διαθλάται ακόμη ο ουρανός
Και η πρώτη στεγνή θάλασσα
Φέρνει πίσω τα νερά της
Και σα να τραγουδάνε μακριά τα θηρία
Γι’ αυτό ο γέροντας χορεύει
Επάνω στο τραπέζι
Στο αυτί του οι ήχοι των μετάλλων
Έχουν αναστήσει όλους τους νεκρούς
Που χρόνια κείτονταν
Κάτω από το τραπέζι



από την συλλογή : δώδεκα καλοκαίρια και άλλα ποιήματα

Σάββατο 6 Ιανουαρίου 2018

Μνήμες που επιστρέφουν: Ποιητική Συλλογή του Θεοκλή Κουγιάλη από τις εκδόσεις Αρμίδα το έτος 2014

Όσο η καρδιά χτυπά 
 κυκλοφορεί μες τα νερά της νύχτας 
που μας θυμίζει το αλακάτι του περιβολιού 
και τα αλώνια που ίσως είναι μαρμαρένια 
...». 

(σελ. 10)

***

Είναι ο δροσερός αέρας που χαιρετά 
το φως του δειλινού μέσα στη μεγαλοπρέπεια 
των κάστρων με τους πύργους 
 και τις ερειπωμένες πόρτες και παράθυρα. 
Και είναι αργά το βράδυ για να χαρείς
το αργό περπάτημα του απογεύματος 
πλάι σ’ έναν ξανθό ιππότη που καλπάζει 
μες τα βάθη των αιώνων 
και μες τα χρώματα μιας φεγγαρόλουστης βραδιάς με παραμύθια και όνειρα». 

(σελ. 12)

***

«Είναι ο χρόνος που έρχεται 
σαν δροσερός αέρας 
μ’ ένα ωραίο χαμόγελο και βλέμμα αθώο 
μια μέρα μεσημέρι κοντά 
σε παιδικά χαμόγελα 
κι ήρθε η ώρα για τη σιωπή της νύχτας 
τη μονότονη αναχώρηση 
με τους λυγμούς ενός γέροντα 
για όσα τραύματα μας άφησε ο χρόνος που μας φεύγει». 

(σελ. 18)

***

«Ευλογημένος να είναι ο δρόμος μας 
βαθιά μέσα στη νύχτα των αγγέλων  
με το στερέωμα γεμάτο αστέρια 
ευλογημένο και το πέταγμα των πουλιών 
που κελαηδούν 
και αγάλλονται τα σύμπαντα…». 

(σελ. 20)


Κουγιαλής Θεοκλής (βιογραφικα στοιχεία)

Γεννήθηκε στο χωριό Δευτερά της επαρχίας Λευκωσίας το 1936 και απεβίωσε το 2017. Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο και το Διδασκαλικό Κολλέγιο. Συνέχισε τις σπουδές του στις ΗΠΑ από όπου πήρε τους τίτλους Bachelor of Arts και Master of Science στα παιδαγωγικά. Μετεκπαιδεύτηκε στο Institute of Education του πανεπιστημίου του Λονδίνου. Υπηρέτησε την εκπαίδευση της Κύπρου από διάφορες θέσεις.

 Εξέδωσε τις ακόλουθες ποιητικές συλλογές:

1
Μολυβιές στο περιθώριο.
1959
2
Τα Τελευταία μου.
1964
3
Αλλ’ ίσως όχι.
1968
4
Μυστικά Φορτία.
1971
5
Η Επιστροφή.
1976
6
Μυθολόγιον.
1981
7
Εικονίσματα.
1986
8
Η δική μου Δευτερά.
1989
9
Της Αερούσας.
1996
10
Εγκώμιον.
2000
11
Άνθρωπος στην Ομίχλη.
2004

(Οι ποιητικές του συλλογές «Μυστικά Φορτία» και «Μυθολόγιον» τιμήθηκαν με Κρατικό Βραβείο).


 Το 1994 κυκλοφόρησε συγκεντρωτικός τόμος με τις οχτώ πρώτες συλλογές του με το γενικό τίτλο «Τριάντα Χρόνια Ποίηση 1959 – 1989»
Το 1980 εξέδωσε με δυο συνεργάτες του την «Ανθολογία Κυπριακής Ποίησης για Σχολική Χρήση».

Κυκλοφόρησαν επίσης μέσω των εκδόσεων του Κυπριακού ΠΕΝ τα ακόλουθα βιβλία του στα Αγγλικά:


1
Contemporary Cypriot Poetry, An Anthology.
1981
2
27 Centuries of Cypriot Poetry, An Anthology and Brief Introduction.
1983

Το 1994 το ΠΕΝ Κύπρου εξέδωσε στη σειρά «Λογοτεχνικά Πορτρέτα» μια μονογραφία για το έργο του μαζί με ανθολόγηση της ποίησής του στ’ Αγγλικά.

Το 1999 το Ινστιτούτο Ελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Γαλλίας Νανσί
(Institut dEdutes Neo-Helleniques) εξέδωσε σε δίγλωσση έκδοση (Ελληνικά – Γαλλικά) μιαν εκτεταμένη ανθολόγηση από τις οχτώ πρώτες ποιητικές του συλλογές με τίτλο «30 Ans de Poesie».


ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΕΛΙΔΑ: http://magazine.apopsi.com.cy/2008/07/294

και: http://www.newsbomb.gr/kypros/story/849991/thlipsi-pethane-o-poiitis-theoklis-koygialis

και: https://www.dikaiologitika.gr/eidhseis/kosmos/188870/pethane-o-kyprios-poiitis-theoklis-kougialis

Παύλος Κριναίος (Χαρίλαος Νεοφύτου Μιχαηλίδης) (βιογραφία)

Ο Παύλος Κριναίος (Χαρίλαος Νεοφύτου Μιχαηλίδης), γεννήθηκε στην Πάφο το στις 17 Ιουνίου 1902  και πέθανε στην Αθήνα το 1986. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπέστη διώξεις τόσο  από τις ιταλικές όσο και από τις γερμανικές αρχές. Εμφανίστηκε στα γράμ­ματα δημοσιεύοντας κείμενα και ποιήματα στην εφημερίδα «Πάφος» το 1921, και λίγο αργότερα στην εφημερίδα της Λεμεσού «Αλήθεια».
Στην Αθήνα φοίτησε για τρία χρόνια στη Φιλοσοφική Σχολή και στην συνέχεια αναγκάστηκε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές και αργότερα στην αθλητική δημοσιογραφία, προκειμένου να εξασφαλίσει τα προς ζην.  Δημοσιεύει τα πρώτα ώριμα έργα του στη «Νέα Εστία» του Γρηγόρη Ξενόπουλου.
Εργάστηκε ως συντάκτης της εφημερίδας «Βραδυ­νή» για αρκετά χρόνια.
 
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές:

«Φρυγικοί αυλοί» (1932),
«Μωσαϊκά και επιγράμματα» (1934)
«Τετράδια των αγγέλων» (1970)
«Το χρυσό δισκοπότηρο» (1972)
«Το μανουάλι με τα 63 κεριά» (1974) και άλλα.

Εξέδωσε, επίσης, δύο ποιητικές συλλογές για παιδιά, οι οποίες και βραβεύτηκαν.


περισσότερα: http://krinaios.eu/?page_id=35
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%85%CE%B6%CE%AE%CF%84%CE%B7%CF%83%CE%B7:%CE%A0%CE%B1%CF%8D%CE%BB%CE%BF%CF%82_%CE%9A%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%82

Χάι- Κάι (απόσπασμα) / Κριναίος Παύλος


«Ολιόγομο φεγγάρι»

Σαν ασημένιο ένα φλουρί
που στον λαιμό της το φορεί
και καμαρών’ η νύχτα.


«Μέρες»

Χάντρες στου Χρόνου τ’ ασκητή
το κομπολόι, που στη σιγή
της μοναξιάς του παίζει.


«Γαλαξίας»

Σαν καταρράχτης γιασεμιών
που σπάει στον άνθινο γιαλό
των Ηλυσίων, και των ψυχών.


«Παπαρούνες στα στάχυα»

Στο χρυσοπέλαο των σταχυών
σα σημαδούρες πορφυρές,
κι οι πεταλούδες βάρκες.

Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου 2017

Τα νύχια του κόκορα: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Καλοζώη/ Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2013

Η ΑΜΟΙΒΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ

Ήταν ο ουρανός και η γη μου
 αυτή με έμαθε να καλλιεργώ το κριθάρι
 να μαντρώνω τα ζώα και την οργή μου
 εξαιτίας της έμαθα να δουλεύω την πέτρα κι αργότερα τον πηλό
 έφτιαξα γαλακτοδοχεία πίθους αγγεία με πλαστικά σχήματα για τελετουργίες
 για να την προστατέψω από τα άγρια ζώα
 τους άγριους ανθρώπους τα άγρια πνεύματα έφτιαξα τείχη
 σκεφτόμουν πάντα το μέλλον
 εκείνη μου είπε να συγκεντρωθώ στο παρόν στο μεγάλωμα των παιδιών
 κι ότι για τα υπόλοιπα υπάρχουν οι δεήσεις και οι προσευχές οι καθημερινές
 επείγουσες ασχολίες μεταθέτουν τέτοιου είδους ερωτήματα και φοβίες
 ήταν ο ουρανός μου αλλά μου είπε ότι η γη είναι σημαντικότερη
 ο ουρανός δεν παράγει τίποτα κι ότι ακόμη και τα πουλιά
 κατεβαίνουν στη γη για να φαν και να πιουν
 τότε της είπα για τους αστερισμούς που βοηθούν
 τους άντρες κυνηγούς να επιστρέψουν στα σπίτια τους
 μου είπε πως ο άνθρωπος έχει λαιμό για να μπορεί να σκύβει
 μαλώσαμε γιατί της είπα ότι ο άνθρωπος έχει λαιμό
 για να σηκώνει ψηλά το κεφάλι για να ανυψώνεται
 μου είπε πως γι’ αυτή τη δουλειά υπάρχουν οι ιερείς
 της είπα πως έτσι κατασκευάζεται η εξουσία
 ανάμεσα σ’ αυτούς που ξέρουν και σε όσους δεν ξέρουν
 μου είπε να επωφεληθώ από το γυμνό της κορμί
 τα μαλλιά της έφταναν μέχρι τα γόνατα
 πλούσια μαλλιά και οδοντοστοιχίες άσπρες μου θύμιζαν
 όταν πρωτοείδα τ’ αστραφτερά κόκαλα του βουβαλιού
 με έμαθε να οργώνω να λατρεύω την καρποφόρα γη
 σιγά σιγά εγκατέλειψα τα πολυήμερα ταξίδια
 είχα ό,τι έπρεπε να έχω μέσα στις αποθήκες μου
 έμαθα να ψήνω το κρέας
 έμαθα να μην πηγαίνω με όποια γυναίκα θέλω
 έγινα πολιτισμένος κι εντούτοις
 όταν δε με έβλεπε κοίταγα τον ουρανό
 γιατί καταγόμαστε από τα άστρα κι από τη λάμψη της αστραπής
 κι από κάτι ανείπωτο που όσο κι αν προσπαθήσεις
 είναι αμίλητο και άγραφο
 και δε φτάνουν για να το ορίσεις ούτε τα νιάτα
ούτε τα γεράματα
ούτε μια ολόκληρη γεμάτη ζωή

Η κλίση του ρήματος: Ποιητική Συλλογή του Γιώργου Καλοζώη / Εκδόσεις Φαρφουλάς, 2009

ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΟ ΓΚΝΟΥ
Μνήμη Β.Ρ.
Ο θάνατος πέρασε το πρόσωπο
της μάνας της με αστάρι
η τρυφερή της κόρη δεν
είδε τίποτα
δεν ήθελε να βλέπει και
πίστευε πως θα μπορούσαν
χίλια άτομα αν προσεύχονταν
για τη μάνα της να την
κάνουν καλά
χίλια άτομα αν έβρισκε
κι είχε αρχίσει να ψάχνει
Δεύτερο χέρι κάτασπρης βαφής
πέρασε ο Ανέκφραστος τη μάνα της
και πάλι η κόρη δεν είδε τίποτα
μόνο που τώρα άρχισε
να μετρά αριθμούς από το
ένα μέχρι το εκατό
πολλές φορές την ημέρα
και να στοιχίζει τα παπούτσια
της το δεξί λίγο πιο
μπροστά από το αριστερό
όλα τα παπούτσια μέσα στο
σπίτι
κι ακόμη τα τρόφιμα
μες στα ντουλάπια της κουζίνας
τα βαζάκια με τις
μαρμελάδες και τα τουρσιά
τέλεια τοποθετημένα το
ένα πάνω στο άλλο
τίποτα να μην προεξέχει
τίποτα να μην περισσεύει απ’
τη ζωή
ρούχα βιβλία έπιπλα
ύψωνε στοίχιζε απολύμαινε
βερνίκι χλωρίνη και σαπούνι
οινόπνευμα μύριζε όλο το σπίτι
άδικος κόπος
καμιά τάξη καμιά του
κόσμου ετούτου καθαριότητα
καμιά της ζωής επιμέλεια
καμιά προσευχή δεν μπορεί
κανένα χάδι
να βοηθήσει το άρρωστο γκνου
που έρχεται από πολύ μακριά
ακολουθώντας τις οσμές των
προηγουμένων
αποκαμωμένο ισχνό
κολύμπησε το τελευταίο κολύμπι
σχεδόν παρασύρθηκε απ’ το μεγάλο
ποτάμι και τώρα μόλις που
στέκεται μέσα στην υδάτινη γούβα
καθώς η λασπωμένη όχθη γλιστρά
και δεν μπορεί να σκαρφαλώσει
δε θέλει πια να σκαρφαλώσει
βαριανασαίνει
με πρησμένη κοιλιά μέχρι
τα στήθη από ασκίτη
και ασιτία
μένει εκεί μετά από
τόσα χρόνια πάλης με
τα στοιχεία μετά από
τόσα χρόνια κούρασης με
γιατρούς και θαλάμους
με μια ζωή που ποτέ
δεν ήταν αυτή που ήθελε
με μια ζωή που όποια κι
αν ήταν θα ’θελε να ’ναι
μια άλλη να την αλλάξει
αλλά είναι αργά
πηχτές σκιές πλησιάζουν
ας πούμε οι ύαινες που ήταν
μέχρι πριν από λίγο αθέατες
σαν να ήταν πάντα εδώ
τριγύρω
σαν να μην έφυγαν ποτέ από δω
σαν να ήταν η φλόγα
της ενσωματωμένης ψυχής που
τις έδιωχνε
Πουθενά δεν μπορώ να δω πια
κάτι το ανθρώπινο
Η ΚΟΛΥΜΒΗΘΡΑ
Άνεμοι υστερόβουλοι ήρθαν
και σκόρπισαν ένα ντοσιέ
γεμάτο χαρτιά το ιστορικό της
το ιστορικό της που υπήρχε
ανέκαθεν
όρμησε εναντίον της ο ξιφήρης
καρκίνος
σ’ αυτήν που ήταν ένα μαξιλάρι
γεμάτο πούπουλα χήνας
Άνεμοι τώρα πετούν και
στριμώχνουν μέσα στις λάσπες
εκείνο που εκείνη ήταν
ένα μαξιλάρι για ν’ ακουμπήσουν
το μάγουλο οι τέλεια απελπισμένοι
εκείνη τους τοποθετούσε σε ύπτια
θέση κι ύστερα τους κτέριζε
με γαρδένιες και σέπαλα
τους γιατροπόρευε με λάδι
σημύδας κι ευκαλύπτου τους
καλαφάτιζε τις ρωγμές τους κι
ύστερα σε μια λεκάνη προσομοίωση
του απέραντου κόσμου
τους έβαζε να πλεύσουν κι
ήταν προσεχτική μαζί τους
τα χέρια της με τα μανίκια
σηκωμένα πιο πάνω απ’ τους
αγκώνες καιροφυλακτούσαν
ήταν η γάστρα τους που την
ανησυχούσε η ίσαλος
τα ρωγμώδη πηδάλια
κι ακόμη το ασταθές φορτίο
μερόνυχτα βασανιζόταν
κι ωραία χαιρόταν απ’ τις
ανταποκρίσεις εκείνων που
επανορθωμένοι δειλά δειλά
ακουμπούσαν στο νερό
και πάγαιναν
οι πιο τολμητίες ή οραματιστές
εις τα μακρύτερα μέρη
εκεί που υπάρχουν οι κυνοκέφαλοι
κι οι άνθρωποι με τις χαίτες
και τις ουρές
φεγγάρια ανέβηκαν και κατέβηκαν
και κάποιοι απ’ αυτούς
χάθηκαν άλλοι
μεταμορφώθηκαν πάρωρα εις την
άγρια χαίνουσα ύλη
εκείνη προσπάθησε την πιο απίστευτη
προσπάθεια
εκείνη έκαμε ό,τι ήταν δυνατόν
ό,τι δεν είναι δυνατόν
δεν ανήκει στον άνθρωπο
αλλά σ’ ένα άλλο ον για το
οποίο πολλά μπορούν να ειπωθούν
και τίποτε απολύτως