Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2016

ΔΩΣΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗ


Πολύ κάποιος σε πίκρανε
δεν σ' έχει εκτιμήσει,
μα κάποια μέρα γύρισε
συγνώμη να ζητήσει!
Διχάζεσαι στα ξαφνικά
μα λες δεν του αξίζει,
και η καρδιά σκληρύνεται
καθόλου δεν λυγίζει!
Εγώ μονάχα θα σου πω
συγχώρεση να δώσεις,
τον πάγο που 'χεις στην καρδιά
αξίζει να τον λιώσεις!
Αυτός ίσως δεν άξιζε
ξανά φίλος να γίνει,
μα συ αξίζεις σίγουρα
στο είναι σου γαλήνη!
Χριστοδούλου Θαλεια.

Επιστροφή στον ήλιο: Ποιητική Συλλογή του Περικλέους Χρυσόστομου (αποσπασματικοί στίχοι)

Μούσα ακριβή τ’ ήταν αυτό 
Πώς να το περιγράψω 
Βεατρίκη του έκπαγλου φωτός 
συ που ανέβασες τον Δάνδη στον Παράδεισο 
πες μου τ’ ήταν αυτό ...

(σελ. 20)

...

«Κι εγώ ρουφούσα 
σαν τη διψασμένη γη 
ήχο και φως και χρώματα κι αρώματα 
και τα καταχωρούσα ανάλογα 
με υπομονή και τάξη 
σε υποδόρια γάγγλια 
μέχρι που όταν ήρθε η εντολή 
άρχισα μ’ αυτά να συνταιριάζω 
και να δένω αρμονικά σκόρπιες ψηφίδες 
του Νέου Ηθικού Κώδικα». 

(σελ. 28) 

...

Καιρός, είπα, να μυηθώ στο μικρό κι ασήμαντο 
Γονάτισα πασπάτεψα το χώμα 
κι άρχισα να μελετώ ψηλαφητά 
της γης τον ταπεινό μικρόκοσμο 
Χαρτογράφησα τα αισθήματα του 
κι έμαθα την αλφαβήτα του». 

(σελ. 34) 

...

στίλβωσε την καρδιά του 
αφαιρώντας τη σκουριά των λαβωματιών 
και τα ουρλιαχτά των λύκων 
από το χαραγμένο στήθος του»…

 (σελ. 36)

...

Μα δεν υπήρξε ποτέ 
η ομορφιά της Ελένης 
Μην ήταν η ομορφιά του ονείρου 
που στο πέρασμά του 
καρφιτσώνει αισθήματα 
χρυσά κωνσταντινάτα 
πάνω στο πέτο της μνήμης

(σελ. 52) 

[Εκεί]

«Εκεί στα σκοτεινά του βυθού
                εμφάνισα το φιλμ των ονείρων μου»

ΕΝΑΣ ΑΓΡΟΙΚΟΣ* ΑΓΙΟΣ (από το περιοδικό: Η Δράση μας)Κυριακή Παρασκευά

 ― Άντε, προβατάκια μου, άντε καλά μου... ώρα και σεις ν’ αναπαυθείτε στη μάντρα σας κι εγώ να σας καληνυχτήσω. Αν θέλει ο Θεός θ’ ανταμώσουμε το πρωί-πρωί. Σας αφήνω στο σιέπος* του Θεού. Έτσι δεν λέει η Αγία Γραφή; «Τοις αγγέλοις Αυτού εντελείται περί σου του διαφυλάξαι σε...». Αν καταλαβαίνω καλά κι εγώ, το ξύλο το απελέκητο, τούτο σημαίνει όλα να τα αναθέτουμε στον Θεό και να γαληνεύουμε. Ο Θεός είναι καλός Πατέρας. 

Ήταν μια νύχτα με χλωμό φεγγάρι. Εκεί, στον κάμπο τον πλατύ της Τριμυθούντος, ανάμεσα Πενταδάχτυλου και Τροόδους, των δύο βουνών «της ωραίας Ελένης» των νησιών, της Κύπρου, το αεράκι φυσούσε ανάλαφρο. Κανένα σκυλί δεν αλύχταγε στις γύρω μάντρες. Ο άγροικος*, ο απλοϊκός βοσκός, ο παπάς με το τριμμένο ράσο έτσι μίλησε με τα πρόβατά του, που έτρεφε για τις ανάγκες των φτωχών του. 

Σήκωσε με ευλάβεια τον αχώριστο σύντροφό του από το πεζούλι στη γωνιά, το άγιο Ευαγγέλιο, κι αφού το ασπάστηκε, το τοποθέτησε στη βούρκα* του κι έκλεισε το μαντρί. Σταύρωσε την πόρτα με το δεξί και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το σπιτάκι του. Στον δρόμο μιλούσε με τους αγγέλους καταπώς συνήθιζε. «Πρωτάγγελε Μιχαήλ και συ αρχάγγελε Γαβριήλ και συ Ραφαήλ και συ Ουριήλ, τειχίστε τον κόσμον ούλλον* τζαι δεύτερα τζαι μας. Σκέπη των πτερύγων σας... Σκέπη των πτερύγων σας...». Ήταν μια νύχτα με χλωμό φεγγάρι. 

Τρεις κλέφτες, παρασυρμένοι από την αγαθοσύνη του καλού βοσκού, αφού καιροφυλάκτησαν για πολύ, διάλεξαν την ώρα της νύχτας για να μπουν να κλέψουν μερικά πρόβατα. Παραβίασαν εύκολα την ξυλόπορτα και όρμησαν μέσα. Έκαναν σαν τρελοί με βιασύνη. 
― Τούτον εν* καλόν, Αράπη.
 ― Τζαι τούτον, τζαι τούτον, Μιχάηλε. 
― Γι’ απόψε τρία... Τζαι πάλιν ξαναρκούμαστιν*. Οι νύχτες εν πολλές. Μόνον γιάλι-άλι*. Αφού τα ξεχωρίσαμεν ας τα πάρουμεν προς την πόρτα. Να μεν ᾽φκουν* άλλα... ―Ελάτε... ελάτε... Εφκάτε γλήορα. Μεν μας νώσει* κανένας. Θα κάμουμεν μιάλον* ζιαφέττιν*. Ποιός λοαρκάζει* τον χαντόν* τον παπάν; 

Ο καλοκάγαθος βοσκός ξύπνησε πρωί-πρωί. Άνοιξε το παράθυρο και κάμνοντας τρεις φορές το σημείο του σταυρού είπε: Δόξα σοι ο Θεός! Δόξα σοι τω δείξαντι το Φως! Ως εμεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας. Ο Θεός ευχαριστώ σοι. Σιέπε* τον κόσμο ούλλον τζαι δεύτερα τζαι μας. Έκανε τον όρθρο, διάβασε το Ευαγγέλιο και τον Απόστολο της ημέρας, έψαλε... καταπώς συνήθιζε. Ύστερα ετοίμασε την βουρκούν του και πήρε το μοναπάτι για το μαντρί. 

Ω η φύση με την ομορφιά της!... Τον ανύψωνε στην πάννοστη* ομορφάδα του ουρανού. Τα τιτιβίσματα τα χαρούμενα, τα πρωινά των πουλιών του μετέφεραν στ’ αυτιά τις αγγελικές υμνωδίες... Τα πόδια του λες και δεν πατούσαν στη γη. Έφτασε γύρω στις 7:00 π.μ. στο μαντρί του. Σταύρωσε, καταπώς συνήθιζε την ξυλόπορτα και μπήκε. 

Μα τι ήταν αυτό που έβλεπαν τα μάτια του; Δυό άντρες ίσαμε ᾽κει πάνω, με άγρια μαλλιά και βρώμικα ξεσχισμένα ρούχα να στέκουν και να μην κινούνται, να μην κάνουν ούτε την παραμικρή κίνηση για να φύγουν. Μόνο φώναζαν τρομαγμένοι. 

― Καλέ άνθρωπε, λυπήσου μας. 
― Άγιε άνθρωπε, ελευθέρωσέ μας. 
― Ποιοί είστε και από τι να σας ελευθερώσω; 
― Να, λαλώ* σου ούλλην την αλήθκειαν. Ήρταμεν για κακόν σκοπόν. Ναι, ήρταμεν για να σου κλέψουμεν πρόβατα. 
― Πε* τα ούλλα, Μιχάηλε, πέρκι* μας συγχωρήσει τζαι μας λυπηθεί... 
― Εδκιαλέξαμεν τρία, τζαι μόλις ήμαστιν έτοιμοι να τα φκάλουμεν που την πόρταν έξω, μια δύναμη μιάλη μας εκοκκάλωσεν. Εμείναμεν ακίνητοι. Τα πόδκια κολλημένα στο χώμα. Συγχώρα μας. Ούλλην την νύχταν άγρυπνοι επασκίζαμεν*, μα τίποτες. Λυπήσου μας... εφταίξαμεν... Έκθαμβος, αλλά ατάραχος, είπεν ο άγροικος βοσκός. 
― Μιχάηλε, έχεις και το όνομα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, παιδί μου... Και συ, Αράπη, να λευκάνεις, παιδί μου, την ψυχή σου.... 
― Ξέρεις τ’ όνομά μου; 
― Πού ξέρει τ᾽ όνομά σου; Διερωτήθηκε ο Μιχάηλος. Εγιώ* πάντως εν το είπα. 
― Από τη μια γιατί αγρυπνήσατε και από την άλλη γιατί ζητάτε συγγνώμη, θα ελευθερωθείτε. Όμως ποτέ πια στη ζωή σας να μην επαναλάβετε το κακό. Ντροπιασμένοι οι δυό κλέφτες έσκυψαν το κεφάλι και έτρεξαν προς την πόρτα. Κι ο αγαθός βοσκός τους φώναξε. 
―Για ελάτε. Για τον κόπο της αγρυπνίας και την αναγνώριση του σφάλματος πάρτε ένα πρόβατο από μένα. Κι ακούτε καλά. Μ’ ακούτε; Τη σωτηρία όλων μας θέλει ο Πανάγαθος Θεός. Ο Θεός είναι στοργικός πατέρας. Ο αγαθός τσοπάνης, ο παπάς με το τριμμένο ράσο, ο ανεξίκακος δεν ήταν άλλος από τον «άγροικο», τον απλοϊκό άνθρωπο, που δεν έμαθε να διαβάζει και να γράφει καλά-καλά, ήταν ο θεοδίδακτος άγιος της Κύπρου, που καταντρόπιασε τον αιρεσιάρχη Άρειο, ήταν ο άγιος που ανέστησε προς ώρας τη νεκρή κόρη του, ήταν ο θαυματουργός άγιος Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος. Τι κι αν τον είπαν και ήταν «άγροικος»; Είναι της Κύπρου το σεμνό και θείο βλάστημα! 

Των ορθοδόξων όλων το καύχημα!




 ------------
* άγροικος, ον: απλοϊκός, που δεν σπούδασε
* σιέπος (το): η σκέπη, η προστασία
* βούρκα (η): δερμάτινο σακίδιο
* ούλλος, η, ον: όλος
* εν, ένι: είναι
* ξανάρκουμαι: έρχομαι πάλι
* γιάλι, άλι: σιγά-σιγά
* φκαίνω: βγαίνω, κινούμαι προς τα έξω
* νώθω, γνώθω: αντιλαμβάνομαι
* μιάλος, η, ον: μεγάλος
* ζιαφέττιν (το): συμπόσιο, διασκέδαση
* λοαρκάζω: λογαριάζω
* χαντός, η, ον: κουτός, αφελής
*Σιέπω: σκέπω, προστατεύω
* πάννοστος ο: πολύ επιθυμητός
* λαλώ: λέω
* πε: ειπέ, πες
*πέρκι, πέρκι μου: ίσως
*πασκίζω: πασχίζω, προσπαθώ
* εγιώ: εγώ
*πάντως: οπωσδήποτε

Άγροικος: Σημασιολογική εξέλιξη. Αρχαία: άγροικος και αγροίκος: Αυτός που ζει στους αγρούς. Μεσαιωνικά: αγροίκος: απλοϊκός, αφελής. Νεότερα: αγροίκος: άξεστος, ακαλλιέργητος στους τρόπους «Ούτος ουν, ο άγιος Σπυρίδων, άγροικος μεν ην ειπείν κατά την ανατροφήν...» (Άγιος Τριφύλλιος, πρώτος επίσκοπος Λευκωσίας, μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος)

Παρασκευά Κυριακή (βιογραφικά στοιχεία)

Η Κούλα Παρασκευά - νυν πρεσβυτέρα Κυριακή Παρασκευά - είναι συγγραφέας και ποιήτρια. Εργάστηκε ως εκπαιδευτικός.


Έργα της 

Ποίηση:


  • Ασάλευτα και πολυσάλευτα (1982) 
  • Γη μου πελαγινή(2008) 
Πεζά: 

  • Εκεί που χόρευε το φως»(2006)  
  • Ακούει κανείς;.

[Ο αγαθός τσοπάνης...] Κυριακή Παρασκευά

«Ο αγαθός τσοπάνης, ο παπάς με το τριμμένο ράσο, ο ανεξίκακος, δεν ήταν άλλος από τον «άγροικο», τον απλοικό άνθρωπο, που δεν έμαθε να διαβάζει και να γράφει καλά καλά, ήταν ο θεοδίδακτος άγιος της Κύπρου που καταντρόπιασε τον αιρεσιάρχη Άρειο, ήταν ο άγιος που ανέστησε προς ώρας τη νεκρή κόρη του, ήταν ο θαυματουργός άγιος Σπυρίδων, επίσκοπος Τριμυθούντος. Τι κι αν τον είπαν και ήταν «άγροικος;»

Είναι της Κύπρου το σεμνό και θείο βλάστημα!

Των ορθοδόξων όλων το καύχημα!»

Μαρούλλα Πανάγου (βιογραφικά στοιχεία)

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

Η Μαρούλλα Πανάγου είναι Κύπρια απ'την Πάφο και το χωριό Περιστερώνα. Τρεις μήνες πριν την εισβολή των Τούρκων το 1974 και τον διαμελισμό του νησιού, μετανάστευσε στην Νότιο Αφρική, όπου διαμένει και δημιουργεί μέχρι σήμερα. Είναι μητέρα τριών παιδιών . Η Μαρούλλα γράφει από μικρή ,λογοτεχνικά κείμενα και ιδιαίτερα ποίηση, στην οποία επιδίδεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία . Πληγωμένη από την βάρβαρη κατοχή της μισής Κύπρου έγραψε συγκινητικούς στίχους . Έχει διακριθεί σε παγκόσμιους αναγνωρισμένους διαγωνισμούς, και βραβεύτηκε ,από το πνευματικό πρακτορείο Γιοχάνεσμπουργκ την Διεθνή Ένωση  Ελλήνων Λογοτεχνών Καναδά , Τον σύλλογο “Αριστοτέλης” Γερμανία , από το Καφενείο Ιδεών Σαλαμίνας , από την ΕΠΟΚ στην Αθήνα . κ.α. Η κύρια αναγνώρισή της ήρθε το 1992 όταν προσκλήθηκε επίσημα από το υπουργείο εξωτερικών Ελλάδας κι έλαβε μέρος στο Συνέδριο επιφανών λογοτεχνών που έγινε στους Δελφούς . Η Μαρούλλα έχει εκδώσει 4 ποιητικές συλλογές , το πρώτο μυθιστόρημά της κι έχει για έκδοση το δεύτερο μυθιστόρημα, υλικό για άλλες τρεις ποιητικές συλλογές συλλογή διηγημάτων όπως και συλλογή παραμυθιών για παιδιά .

Ποιητικές συλλογές:


  • Συναισθήματα 
  • Απλά ανθρώπινα
  • Ζωντανή Κύπρος (Σε Κυπριακή διάλεκτο )
  • Χθες σήμερα αύριο,
Μυθιστόρημα: “ Το μενταγιόν της ευτυχίας”

«Πιστεύω είς μίαν Ελλάδα»...του Σπύρος Παπαγεωργίου

Πατήστε ΕΔΩ για να κατεβάσετε το εξώφυλλο του βιβλίου

Πατήστε ΕΔΩ για να κατεβάσετε και το βιβλίο με την ποιητική συλλογή

οι πληροφορίες βρίσκονται στη σελίδα: http://koinosparanomastis.blogspot.com.cy/2014/11/blog-post_15.html#more

Σπύρος Παπαγεωργίου (μικρή αναφορά)

Ο Σπύρος Παπαγεωργίου γεννήθηκε το 1940 στο χωριό Τρεμετουσιά (Επαρχία Λάρνακας) στην Κύπρο και απεβίωσε το 2014 στην Αθήνα Υπήρξε δημοσιογράφος και συγγραφέας.  Εργάστηκε στην κυπριακή εφημερίδα Ελευθερία και ως αρχισυντάκτης στην Κυπριακή εφημερίδα Πατρίς. Για αρκετά χρόνια ήταν αρχισυντάκτης στην Αθηναϊκή εφημερίδα ΕΣΤΙΑ.

Ποιητικές συλλογές:
  • η Αγία Τηλλυρία (ποίηση) που εκδόθηκε στη Λευκωσία το 1972. Αυτό το ποιητικό έργο μελοποιήθηκε από το Γιώργο Κοτσώνη και πρωτοπαρουσιάστηκε στο αρχαίο θέατρο των Σόλων (Κύπρος).
  • Πιστεύω εις μίαν Ελλάδα 

Άλλα έργα: 

  • ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
  • ΖΗΔΡΟΣ
  • ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΦΑΚΕΛΟΣ
  • ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΝ
  • ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΘΥΕΛΛΑ
  • ΑΚΕΛ, ΤΟ ΑΛΛΟ ΚΚΕ
  • ΜΑΚΑΡΙΟΣ, ΠΟΡΕΙΑ ΔΙΑ ΠΥΡΟΣ ΚΑΙ ΣΙΔΗΡΟΥ
  • ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΟΦΙΝΟΥ
  • ΠΕΘΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
  • ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΗΡΩΩΝ

ΘΑ΄ ΡΘΩ / Παπαγεωργίου Σπύρος

Να καρτεράτε. Θά ΄ρθω. 
Καλή μου μάνα, θά ΄ρθω κάποιο δειλινό 
την ώρα που θα συδαυλίζεις τα ξύλα για το δείπνο, 
θαρρώ θά  ΄χουν ανθίσει οι βασιλικοί στο λιακωτό μας
κι οι κρίνοι γύρω απ΄ το πηγάδι. 
Θα κόψω ένα φυλλαράκι μικρό, 
μικρό όπως την καλοσύνη των ανθρώπων
και στ΄ άρωμά του θα πλέξω
τις θύμησες του χθες. 

Ορφανού Δώρα ( μικρή Αναφορά)

Γεννήθηκε το 1937 στη Λευκωσία. 
Αποφοίτησε από το Γυμνάσιο θηλέων Αμμοχώστου και το Διδασκαλικό Κολλέγιο. 
Σπούδασε ζωγραφική στο Λονδίνο και εργάστηκε ως δασκάλα ζωγραφικής στο Α΄Γυμνάσιο Αρρένων Αμμοχώστου



Ικεσία του Σίμου Μενάρδου

το διαβάζετε πατώντας;

Η ΟΜΠΡΕΛΛΑ ΤΗΣ / Σίμος Μενάρδος



Ήταν κοντά μας κι άφησε τη μαύρη της ομπρέλλα!
Έφυγ’ Εκείνη, κι η κομψή συντρόφισσά της μένει!
Κι ενώ στο σπίτι μας ρωτούν οι άλλοι καλεσμένοι
ποια τάχα να την ξέχασεν αστόχαστη κοπέλλα,

εγώ μόλις την κοίταξα τόσο κομψά σφιγμένη
κι απάνω της τόσ’ όμορφα δεμένη την κορδέλλα,
«είναι δική της!» ένιωσα κι είπα στη Μούσαν: «Έλα,
βεβαίωσέ μ’ εσύ, Κλειώ». Κι εκείν’ είπ’ εμπνευσμένη:

«Δική της! Τ’ είν’ ολόμαυρη ως κάτασπρ’ είν’ εκείνη.
Ψηλή, λιγνή και μακριά, καθώς τ’ ανάστημά της.
Κι αν θέλεις τώρα δισταγμός κανείς να μη σου μείνει,

μύρισε και το χέρι της να νιώσεις τ’ άρωμά της».
Κι εγώ ρουφώντας άπληστα τ’ άρωμα του χεριού της,
μέθυσα, λες με τύλιγαν οι χάρες του κορμιού της.

Πνευματική Κύπρος 170 (Νοέμβρ.1974)


Επιγράμματα / Μενάδρος Σίμος


II
Μπρος στο χωριό μου αράξαμε, πριν φέξει Κυριακή∙
δυο φώτα, τρεις ψαρόβαρκες, κάστρο και στίβες άμμου.
«Μικροπολίτης» έλεγα γελώντας. Μόν’ εκεί
μια καμπανούλ’ ακούστηκε και λάκτισε η καρδιά μου.

Λεμεσός, 1892

X
Χωριό ’που πέρ’ ακούονται τα ρυάκια σου, τα μύρα
των πεύκων σου και βούισμα των μελισσιών πολύ,
όλα, και δρόσο κ’ ευωδιές κι ανθόμελι, τα πήρα
κρυφά ’πό μιας παιδούλας σου το πρώτο της φιλί.

Πλάτρες, 1898

XXVI
Κύπρο μου, από τα δέντρα σου την χαρουπιά πονώ∙
πάντα σγουρή και πράσινη, μηδέ βροχή δεν θέλει∙
γεννά απ’ της ρίζας τον χυμό καρπό παντοτινό∙
ραβδίζουν την αλύπητα κι αυτή τους δίνει μέλι.

Ο Ιωάννης Συκουτρής για τον Σίμο Μενάρδο (1933)

Τον Νοέμβριο 1933, σε φιλολογικό μνημόσυνο για τον Σίμο Μενάρδο, στην Ακαδημία Αθηνών, κύριος ομιλητής ήταν μία από τις μεγαλύτερες μορφές της νεοελληνικής φιλόλογίας, ο Ιωάννης Συκουτρής (καθηγητής στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακας 1922-1924), ο οποίος ανέφερε και τα ακόλουθα για τον τιμώμενο] :
Άνθρωπος αληθινά εξευρωπαϊσμένος ο Μενάρδος, ησθάνετο ότι η μεγάλη ζημιά της πνευματικής μας ζωής, η κατάρα, νομίζει κανείς, του πνευματικού μας βίου από των Βυζαντινών και εξής, είναι η φυγή από την πραγματικότητα, η ανικανότης μας ν’ αντικρύσωμεν ανδρικά και ρεαλιστικά την ζωήν. Αντ’ αυτού καταφεύγομεν είς άγονον και ομφαλοσκοπικόν παρελθοντισμόν, ή χειρότερον ακόμη, λησμονούντες ότι δια το μέλλον εργάζεται γόνιμα και μόνιμα, όστις εργάζεται αληθινά δημιουργικώς δια το παρόν. Και αυτός ο συνεσταλμένος και φιλήσυχος έβλεπεν, ησθάνετο καλύτερα, πόση ανανδρεία κρύπτεται εις εκείνους, οι οποίοι αποστρέφουν το πρόσωπον είτε από το παρελθόν είτε από το παρόν.