Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

Ο διαβόητος Γιαλλούρης / Κυριάκος Παπαδόπουλος (ποιητάρης)

Θε ν’ αρχινήσω σιγανά δια να τραγουδήσω,
του Γιαλλουρκού τα πάθη του να σας τα ιστορήσω.
Όπως είναι ο ουρανός με τα άστρα στολισμένος
και το Γιαλλούρην έτσι ήτο εις τον κόσμον ξακουσμένος.
Τόσον που ακούστηκεν εις όλην την οικουμένην,
μα την ζωήν του είχεν την πάντα ’ποφασισμένην.
...

Όταν τον επερνούσασιν από την Λευκωσίαν
δεν εχώρεν η αγορά που την πολλοκοσμίαν.
Πολλοί τον ελυπήθησαν γιατ’ είχεν νοστιμάδες,
μαζεύθη κόσμος άμετρος, άνω τες δυο χιλιάδες.
...

Πολλά τον ελυπήθηκα, έρχεται μου να κλάψω,
τρία μερόνυκτα ’καμα την λύπην του να γράψω.
Είχεν αγγελικόν κορμί, πολλοί τον επαινούσιν,
ποτέ μου δεν τον ήξευρα, άλλοι μου το λαλούσιν.

Παπαδόπουλος Κυριάκος (αναφορά)

Παπαδόπουλος Κυριάκος : Λαικός Ποιητής της Κύπρου από τη Κοινότητα: Αρακαπάς Λεμεσού. Γεννήθηκε το 1872 και απεβίωσε το 1922. 

Ανδριανή Σουρή ( βιογραφικά στοιχεία)

Η Ανδριανή Σουρή γεννήθηκε στο Πραστειό Αμμοχώστου.  Σπούδασε Νοσηλευτική στην Αγγλία.  Αφυπηρέτησε το 2006 ως Διευθύνουσα του Νοσοκομείου Λάρνακας. Ασχολείται με την λογοτεχνία, την ποίηση. 

Ποιητικές συλλογές :

  • «Οπώρες Πορείας 1», 
  • «Οπώρες Πορείας 2», 
  • «Θέλω τόσα να πω», 
  • «Ψίθυροι και Μιλήματα», 
  • «Της Ψυχής μου, της Γης μας, του Κόσμου» (Εκδόσεις Πήλιο), 
  • «Το Φθινόπωρο» (Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου) και 
  • «Χαμόγελο Έβδομο» (Εκδόσεις Ηλία Επιφανίου).

Μοιρολόι- Διαμαρτυρία της Ανδριανής Σουρή


Μικρό παιδί, σ΄ ελληνικό νησί
νεκρό στην αμμουδιά, αέρας το φιλά,
ο ήλιος το μοιρολογεί, το κύμα το χαϊδεύει.

-Αγόρι μου, παιδάκι μου
που ΄ναι το σπιτικό σου;
Η Μάνα σου, ο Κύρης σου
αφύλακτο σ΄ αφήσαν;
Κι ήρθε ο Άδης σ΄ άρπαξε,
δίχα να τον προσέξουν.

Μικρούλι κι ολομόναχο, πως βρέθηκες εδώ;
Οι νύχτες απορούν, οι μέρες το ρωτάνε.

-Ο πόλεμος,
σκότωσε και ερήμωσε
ότ΄ είχε κι αγαπούσε.
Με δίχα τους γονείς
βρέθηκε ξαφνικά,
στης προσφυγιάς τους δρόμους.
Απόκαμε, κουράστηκε,
μα πού Μανούλας αγκαλιά,
πουλάκι να κουρνιάσει;

Μπήκανε στην Τουρκία.
Σύγχυση, χαλασμός,
χιλιάδες πρόσφυγες,
πόνος χειροπιαστός,
πεινούσαν και διψούσαν·
ανεπαρκή τ΄ αντίσκηνα
κρύωνε, έκλαιγε
του ΄λείπαν οι δικοί του.

Σε φουσκωτό, προορισμός η Ευρώπη
Αχόρταγη, τους καταπίνει η θάλασσα,
και…
να το παιδί, σ΄ ερημικό νησί,
στην άμμο ξαπλωμένο.

Μια πεταλούδα περαστή,
στάθηκε μια στιγμή,
πετάρισε στο μάγουλο
το νεκροφίλημά της.



Κρινάκια του γιαλού,
του κάμπου παπαρούνες,
με ευωδιές με πέταλα
σκεπάστε τ΄ αγγελούδι.

Ελάτε νύφες του νερού
νεράιδες του δάσους
κύκλο και τραγουδήστε του,
άκλαυτο κι ακανάκευτο,
μη φύγει απ΄ τον κόσμο.

Ντρέπεται ο ήλιος κρύφτηκε.
Τα σύννεφα τον σκεπάζουν.
Μουντός ο ουρανός,
Δάκρυα ψιλοβρέχει…

Ο άνεμος φυσά,
ρωτά, ξαναρωτά,
γιατί τόσα παιδιά,
κακοποιούνται, χάνονται,
συχνά εκτοπίζονται,
χιλιάδες και πεθαίνουν;





9.03.016

Σ΄ όλα τα αδικοχαμένα

παιδιά του κόσμου.

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

[Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά] του Ρένου Μαρτίδη

Άλλοι εν έχουσιν παιδκιά
τζ' άλλοι βαστούν αγγόνια,
μα τούτ' η ψεύτιτζη ζωή
φεύκει σε λλία γρόνια.
Άτε τζ, αν έσεις γιον γιατρόν
τζαι κόρην δικηγόρο,
εν νάρτει κάποτε τζαιρός
πο'ν να χαθεί το δώρο.
Έτσι για σέναν εν καλλιόν
όποιαν τζ' αν έσιεις μοίρα,
νάσιεις Θεόν για φυλαχτόν
μες στην κοσμοπλημμύρα.

[Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν] του Ρένου Μαρτίδη

Ήρτεν γλυτζίν το μήνυμαν
εν πρώτη του Σεπτέβρη,
η κάψες πιον να φύουσιν
τζαι λλίη δροσιά να μ' εύρει.
Να πάσιν πάλαι ούλλοι τους
ξανά μες τες δουλιές τους,
για να βαρίσ' η πούγκα τους
να ζιούν οι φαμελιές τους.
Φτωσιοί τζαι πλούσιοι άδρωποι
μαζίν εν να δουλέψουν,
οι πρώτοι εν να δρόσουσιν
τζ' οι άλλ' εν να σε κλέψουν

Καράβι / Όλγα Ρουβήμ


Θάλασσες. Καράβια. Ταχύτητα.
Καράβι, γεμάτο κόσμο και ναύτες.
Προσπαθώ να βρω τη θέση μου.
Γυρνάω στα μπουντρούμια.
Ανεβαίνω στο κατάστρωμα.
Παίρνω το πηδάλιο στα χέρια μου.
Αναζητώ απεγνωσμένα τη θέση μου στο καράβι.
Πουθενά.
Ούτε μια γωνιά στις αποθήκες,
Ούτε η πρύμνη προς το ηλιοβασίλεμα.
Δε με χωρά.
Κι ο καπετάνιος!
Ο γοητευτικός, καλός καπετάνιος!
Ούτε που το ξέρει.
Το καράβι κατευθύνεται στον προορισμό.
Όποιο προορισμό.
Άγνωστο.
Και γω;
Τι γυρεύω σ’ αυτό το καράβι;
Που είναι ο ορίζοντας μου;
Που είναι τα όνειρα μου;
Τη νύχτα κοιμάμαι στο κατάστρωμα.
Απλώνω τα χέρια και πιάνω τ’ άστρα
Φτιάχνω ένα μικρό ταχύπλοο σκάφος.
Χωρά μόνο εμένα.
Αλλά με χωρά.
Έχω τη θέση μου.
Έχω τα όνειρα μου.
Έχω εμένα.
Το πρωί με βρίσκει μακριά.
Σ’ ένα σκάφος στη μέση του πουθενά.
Στη μέση του ποτέ και του πάντα.
Μόνη. Ο άνεμος μου παίρνει τα μαλλιά.
Μόνη;
Ποτέ δεν είσαι μόνη όταν ο άνεμος σου παίρνει τα μαλλιά!
Όταν μπορείς να τον ακολουθήσεις.
Όταν έχεις τη δύναμη να τον αγκαλιάσεις δυνατά
Και να τον αγαπήσεις βαθιά, ατέλειωτα βαθιά.
Μόνη ήσουν στο μπουντρούμι.
Όταν περίμενες τον καπετάνιο να σε πάρει από το χέρι
και να σου δώσει μια θέση στο πλήρωμα του.
Κι όμως δεν το έκανε ποτέ!
Και ας περίμενες.
Και ας το ήθελε τόσο.
Όλγα Ρουβήμ

Σταγόνες Στιγμής : Ποιητική Συλλογή/ Ανεξαρτητα κείμενα της Όλγας Ρουβήμ (μικρό απόσπασμα) (Εκδόσεις Επιφανίου / 2014)


Αγανάκτηση

Είμαι καθισμένη σ’ εκείνη την κρυφή γωνιά του κήπου.
Πίσω από τους βολβούς με τις μωβ καμπανούλες.
Έχω πιαστεί στη ρίζα μιας κατακόκκινης τουλίπας και περιμένω ν’ ανθίσω.
Έχω φορέσει μια κόκκινη σκούφια και αναμένω με λαχτάρα το νερό να με δροσίσει.
Να ξεπλύνει το δέρμα, να εισχωρήσει στο βολβό
και να φτάσει μέχρι την ψυχή μου.
Να την πλημμυρίσει με αγάπη
και να τη γεμίσει ζωντάνια.

Περιμένω.
Δυο μυρμήγκια έχουν ήδη ανέβει στα λιγνά μου πόδια
και με γαργαλάνε.
Όλο τα διώχνω και όλο ξαναέρχονται.
Φοβάμαι μη φτάσουν τη σκούφια μου και την τρυπήσουν.
Θέλω να είμαι όμορφη όταν θα ανθίσω.
Περιμένω.
Μα το νερό αργεί να έρθει.
Στον κηπουρό αρέσουν τόσο οι μωβ καμπανούλες,
που κάνει πολλή ώρα κοντά τους.
Τις καμαρώνει καθώς τις ποτίζει με το πολύτιμο νερό.
Κι αυτές του κάνουν χίλια νάζια.
Ανοιγοκλείνουν τα βιολετιά βλέφαρά τους
και τον γλυκοκοιτάζουν.
Νιώθει τόσο χαρούμενος που ξεχνιέται.
Και το νερό του τις θρέφει, τις μεγαλώνει,
τις κάνει τόσο σαγηνευτικές.
Ικανοποιημένες, του στείλουν ένα φιλί με τον άνεμο.
Φτάνει στα βλέφαρά του και τον νανουρίζει.
Είναι έτοιμος να πάει για ύπνο.
Μα εγώ του φωνάζω:
«Πού πας! Σε περιμένω! Θέλω ν’ ανθίσω! Μη με αφήνεις!»
Μα η φωνούλα μου είναι τόσο αδύναμη που δε με ακούει.
Αυτό γίνεται κάθε φορά.
Και εγώ κουλουριάζομαι χαμηλά,
στη ρίζα εκείνης της τουλίπας που έχω διαλέξει.
Τα δάκρυά μου την ποτίζουν, τη θρέφουν.
Η αγάπη μου κάνει το χρώμα της πορφυρό.
Ο μίσχος της έχει πάρει το δρόμο για την κορυφή.
Και εγώ έχω μείνει μόνη και περιμένω.
Και κάποια βράδια που δεν κοιμάμαι,
σκέφτομαι ότι ίσως πρέπει να αλλάξω σκούφια.
Να φύγω επιτέλους από τη ρίζα της ερωτικής τουλίπας
και να πιαστώ σε μια ξέγνοιαστη ναζιάρα μωβ καμπανούλα.

...


Νανούρισμα 
Είναι κάποιες άλλες φορές
που δε θέλεις να κάνεις βουτιές.
Θέλεις απλά να είσαι κοντά στη θάλασσα.
Να την αφήνεις να σου φιλά τα πόδια
και να τα χαϊδεύει με τα κύματά της.
Κι όμως, εσύ δε θέλεις ν’ αφεθείς στην αγκαλιά της.
Δε θες τo χάδι και το παιχνίδισμά της.
Σου αρκεί να στέκεσαι στην άμμο.
Να αγναντεύεις το σώμα της
που απλώνεται μπροστά σου.
Να γίνεται ναζιάρα και να σε καλεί.
Και εσύ να μένεις εκεί.
Δίπλα της.
Κράτησέ της σφικτά το χέρι.
Πες της πόσο όμορφη είναι.
Τραγούδησέ της το πιο όμορφο τραγούδι.
Νανούρισέ την μέχρι να αποκοιμηθεί.
Κι όταν πια ήρεμη κοιμηθεί στην αγκαλιά σου
κάτω απ’ τα φωτεινά άστρα,
να χαμογελάς.
Δυο δάκρυα χάρισέ της,
να γίνει δυο σταγόνες πιο μεγάλη.
Και φύγε, πριν την ξυπνήσει η επόμενη αυγή.
...

Στιγμή, απλή, καθημερινή, αιώνια.
Στιγματίζει, αλλοιώνει, ανατρέπει.

Στιγμή, έμπνευση, συναίσθημα, αντίληψη.
Ανακαλύπτει, συνθέτει, δημιουργεί.

Στιγμή, φαντασία, ενόραση, μαγεία.
Ελευθερώνει, ανατέλλει, αναγεννά.

Αναγέννηση / Όλγα Ρουβήμ


Το ποίημα «Αναγέννηση» 
βραβεύθηκε με το β’ βραβείο ποίησης 
στον 28ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό 
της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών (2009) 


Αναγέννηση

Η ζωή μου όλη, ατέρμονες ευθείες.
Διασχίζουν το χρόνο, αγγίζουν το άπειρο.
Μονόδρομοι.
Παρωπίδες.
Μάτια κλειστά.
Βουβά βήματα στο πουθενά.
Ο ήλιος λυγίζει τις ευθείες,
κι ακολουθούν την καμπύλη της ψυχής.
Επιστροφή στο σημείο γέννησης κι ανυπαρξίας.
Τρομάζω.
Ψυχορραγεί η εξέλιξη.
Η καρδιά κτυπά για την ανατολή.
Έλεγχος.
Καταλύτης.
Χρυσό σημείο της αρχής.
Έκρηξη.
Κι αναγεννιέμαι, κομμάτι της σάρκας μου.
Μάνα και πατέρας, εγώ.
Δύναμη.
Διάσπαση.
Δημιουργία.
Συνθέτω τον κύκλο.
Η σφαίρα του σύμπαντος, η μόνη αλήθεια.
Δε βγάζω άκρη, δεν υπάρχει η άκρη.
Ροή.
Νερό.
Κύκλος.

ο πόθος της επιστροφής του Κόκου Μηνά

Τα νεανικά μου γρόνια έζησά τα στο χωρκόν μου
τζι έθελα πριν να γεράσω, πάλε τζειχαμαί να ζήσω.
να δκιαλλάξω μες στην στράταν, πον’ το σπίτι το δικόν μου
να χαρώ τες ομορκιές του τζι ύστερα να ξηψυσιήσω.
τζι ας με θάψουν, εν με κόφτει, με τα σιείλη γελαστά,
όι μες στην Ξυλοτύμπουν, που θαφτήκαν οι γονιοί μου
τζιαι τους δκυο τα μνήματα τους τόσον μάκρος χωριστά.

Να μου ’φήκουν νάκκον τόπον, δίπλα μου να ’ρτει η καλή μου.

Κόκος Μηνά (μικρή αναφορά)

Γεννήθηκε στη Κοινότητα της Μακράσυκας στις 30 Μαϊου 1930. Τελείωσε το Δημοτικό σχολείο. Μετά την τουρκική εισβολή το 1974 εγκαταστάθηκε στην Ξυλοτύμβου. Εργάστηκε ως Μυλωνάς. Απεβίωσε στις 4 Οκτωβρίου 2001. Ασχολήθηκε με την ποίηση και έγραψε ερωτικά, κοινωνικά και διδακτικά ποιήματα. 

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2016

"Εν Παρενθέσει..." Ποιητική Συλλογή του Πάνου Ιωαννίδη από τις εκδόσεις Αρμίδα, 1997

α:

Μες στη φωτιά

(δεν αγαπάνε, βλέπετε, αυτά!)
τη ζηλευτή τους ζούνε ειρήνη τα ορυχτά

Απ'τα φυτά κι απάνω αργά, οκνά
η σκάλα της αγάπης αρχινά
κι όλο ανεβαίνει:

Χρώμα
             Πείνα
                       Λόγος
                                   Κι ένας Πόνος
που όλο και βαθαίνει

Τα μάτια των ανθρώπων καίνε προς τα μέσα
στην αφανέρωτη μεριά η φλόγα ασθμαίνει

(Την πείνα της αγάπης ο Γολγοθάς χορταίνει).



γ:

Σε μια στιγμής αγάπης

εγνώρισα το βάρος της αγάπης
φόρεσα το χρυσόμαλλο πανάρχαιο δέρας

(Οι καρδιές μας παραδείσια απόμωρα πουλιά
που τα φτερά τους τόσο επλούμισαν
που πια δεν τα σηκώνει ο αέρας).



ζ:

Τι όμορφη που έγινες

μεμιάς
ασάλευτη, γυμνή, μπροστά μου
σιωπηλή
σαν αίνιγμα μαρμαρωμένο
εμπρός στη λύση του

Ωσανά!

(Αργότερα
σαν ντύθηκες και μίλησες ξανά
Ξύπνησα απ'τις πλάνες του αμύητου).

ΦΕΤΟΣ, Ο ΗΣΥΧΟΣ ΗΛΙΟΣ (Απόσπασμα)

Ι

[ ]


Τι να τα κάνω τόσα άρματα, πατέρα;
Τόσο έχω σίγουρη τη νίκη
που έχασε τη δόξα του ο αγώνας.


ΙΙ

Μ'  αυτά τα μύρια πάθη μας
τι τάχατες πληρώνουμε;
Όταν ήμασταν άνεμοι, 
όταν ήμασταν κύματα, 
τι κάναμε, ποιους βλάψαμε;

ΙΙΙ

[ ]

Σήμερα που σ΄ αντίκρυσα
ξέρω
γιατί κοιτάνε τα χρυσάνθεμα τον ήλιο. 

IV

[ ]

Τι μου χρωστάς και σπαταλάς
πάνω μου πέντε αισθήσεις;

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Οι μέρες τ΄ Αυγούστου: Ποιητική Συλλογή του Ανδρέα Τιμοθέου (Εκδόσεις Βιβλιοεκδοτική / 2016) (απόσπασμα)

ο Αύγουστος κρύβει μέσα του ένα θανατικό 
αλλά και όλη τη ζωή, 
κρύβει τον έρωτα σαν αντίδοτο και υπόσχεση, 
κρύβει όλη την ένταση και την ευλάβεια 
που μπορεί να νιώσει κανείς σε μια ζωή. 

Ημέρα δεύτερη 

Θόρυβοι...
Αλήθεια πόσο απέχουν οι θόρυβοι
από τις μελωδίες;
Τώρα ξέρω. 
Απέχουν τόσο, όσο οι έρωτες 
από τους ανυπεράσπιστους έρωτες. 

Ημέρα Έβδομη

Δεν μου έμελλε να παραδοθώ, 
γι αυτό δεν έκανα να φύγω. 
Παρέμεινα. 
Τι κατάρα θεέ μου οι φόβοι...
Το τίμημά τους η ίδια η ζωή. 

Ημέρα δέκατη πέμπτη

Οι νύχτες τ΄ Αυγούστου
παίρνουν ένα χρώμα απ΄ τα μάτια σου. 
Μα θα χαθούν κι αυτά 
μέσα στις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη. 

Ημέρα εικοστή τρίτη- Ημέρα τριακοστή

Ημέρες Προσγείωσης.
Ημέρες Σιωπής. 
Έτσι γευόμουν πάντα τις επιστροφές. 

...

Ανυπεράσπιστοι σαν είναι 
οι έρωτες του Καλοκαιριού, 
μένουν για πάντα έρωτες