Τετάρτη 20 Ιουλίου 2016

Γιώργος Πήττας (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Γιώργος Πήττας γεννήθηκε το 1956 στη Λευκωσία της Κύπρου. Σπούδασε Κινηματογράφο, εργάζεται στη διαφήμιση και κάνει ραδιόφωνο. Αρθρογραφεί τακτικά στην Κυπριακή εφημερίδα Πολίτης και στο tvxs.gr. 

Έργα του:
  • (2001)  «Ο Δύων Ανατέλλων και 
  • η "πανσέληνος βροχή» από τα Νέα Σύνορα 
. Ποιήματα του βρίσκονται στο διαδίκτυο και σε περιοδικά που φιλοξενούν Ποίηση.

Πλούς : Ποιητική Συλλογή του Ρόη Παπαγγέλου




"Ο πλους ως βήμα.
Εκκρεμές
ενάλιο. Ρότα συνεχής
ορθοτομώντας
πέρα απ\' ακτές - ιδωμένες απ\' τη βίγλα όμως
σκόπιμα
σε εφαπτόμενον περίπλουν".

Ρόης Παπαγγέλου (βιογραφικό)

Ο Ρόης Παπαγγέλου γεννήθηκε το 1941 στη Λεμεσό.  Αρχιτέκτων, Πολεοδόμος, Συγγραφέας, Ποιητής, Μεταφραστής. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1958-63), Πολυτεχνείο Κεντρικού Λονδίνου (1969-72), Κολλέγιο Χώκγουντ (1976), Πανεπιστήμιο Μπέρμιγχαμ (1980). 
Πρωτοεξέδωσε το 1974. 
Έχει δημοσιεύσει, ποιητικά έργα, θεατρικά,  λογοτεχνικά και κριτικά δοκίμια, άρθρα σε περιοδικά και έχει μεταφράσει ξένους ποιητές.
Το 2001 του έχει απονεμηθεί το Βραβείο 'Πνευματικής Δημιουργίας' της Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων. Συμπεριλαμβάνεται από το 2002 στους ετήσιους τόμους του 'WHO IS WHO' των εκδόσεων Μέτρον. 
 Για την "συνεισφορά του στην οικοδόμηση της Σύγχρονης Πολιτιστικής Φυσιογνωμίας της Κύπρου" του απενεμήθει το 2008 ειδική Χορηγία από την Κυπριακή Δημοκρατία. Διεθνή έντυπα έχουν δημοσιεύσει ποιήματα και σχόλια για την ποίησή του. Συνεργάζεται με λογοτεχνικά περιοδικά.






Ποιητικές συλλογές:

Ρωγμές, 1974.
Στροφές,1974.
Κύπρος/Θαλασσοφίλητη, 1974.
Πνοές, 1975.
Σφαγή, 1975.
Στιγμές, 1975.
Θρήνος 1976.
Ατλαντίδα. Αθήνα, Διογένης, 1976.
Άτομα. Αθήνα, Διογένης, 1977. 
Αλμπατρός. Αθήνα, Διογένης, 1977. 
Φάσεις. Αθήνα, Διογένης, 1978. 
Ιστοί. Αθήνα, Διογένης, 1978 
Μάσκες. Διογένης, 1979. 
Τόξα. Αθήνα, Διογένης , 1979. 
Ήχοι. Αθήνα, Διογένης, 1980. 
Έρημος. Αθήνα, Διογένης, 1981. 
Όνειρα. Αθήνα, Διογένης, 1982.
Ώρες. Αθήνα, Διογένης, 1982.
Μεσόγειος. Αθήνα, Διογένης, 1983. 
Γυρισμός. Αθήνα, Διογένης, 1984. 
Ψύξεις. Αθήνα, Διογένης, 1985. 
Βύσματα. Αθήνα, Διογένης, 1986. 
Νύξεις. Αθήνα, Διογένης, 1987.
Λοξοδρομία. Αθήνα, Διογένης, 1989.
Λουριά. Αθήνα, Διογένης, 1990.
Ύφαλα.Αθήνα, Διογένης, 1991.
Σκιές. Αθήνα, Διογένης, 1992.
Χτύποι. Αθήνα, Διογένης, 1993.
Ζωντανά. Αθήνα, Διογένης, 1998. 
Κλεψύδρα. Αθήνα, Διογένης, 2001. Σελ.: 29. 
Διάφανα. Αθήνα, Διογένης, 2004. 

Θεατρικά έργα:

Καθρέφτες. Αθήνα, Διογένης, 1980. 

Διττά. Αθήνα, Διογένης, 1981. 

Ξένοι.Αθήνα, Διογένης, 1985.


Πλους (τέσσερις στίχοι)

Μάινα. Μάινα! Η θέα σκοτεινιάζει. 
Σκότος. Μόρσιμο γέρμα. 
Θα σπάσει η αορτή. 
Η ανελέητη αυλαία. Μαίνεται η γιορτή.




Ρόης Παπαγγέλου

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2016

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ



Τι να πρωτοθυμηθώ, Βαρώσι,

απ' τα τόσα σου καλά;
Χρόνια τώρα την καρδιά σου 
βάρβαρος εχθρός πατά.

Βαρώσι όμορφο
 με τις δροσάτες σου πορτοκαλιές, 
πώς ξυπνάς μες στην καρδιά μου 
αναμνήσεις μακρινές.

Τ' ακρογιάλια σου όλο άμμο 
γύρω θάλασσα πλατιά,
τα καράβια σου και οι βάρκες 
ψαροπούλια στο βορρά.

Τα πετρόκτιστα σου τείχη 
το λιμάνι βουερό 
και σε πνίγουν γύρω-γύρω
τα περβόλια ένα σωρό.

Τα αρχαία σου μνημεία
από τον παλιό καιρό,
ζωντανεύουν στην ψυχή μου
κάποιο χρέος ιερό.

Εκκλησίες, μοναστήρια
και διωγμένοι μοναχοί 
και ο λαός σου, ο λαός σου 
π' αναμένει τη στιγμή,

που κοντά σου θα ξανάρθει,
άγια ώρα και ιερή,
για να σκύψει να φιλήσει
τη μαρτυρική σου γη.

Βαρώσι όμορφο,
πάντα μου σ' έχω μέσα στην καρδιά,
πάντα , πάντα σε θυμάμαι,
η ψυχή μου δεν ξεχνά.

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Ζανζουέρα (1990) Έργο του Άντη Χατζηαδάμου

Απόσπασμα μπορείτε να αναγνώσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://dialogos.com.cy/blog/grammes-tou-anti-chatziadamou/#.V4xtivl97IU

Ο Κεβεζές του Άντη Χατζηαδάμου

‘Αντης Χατζηαδάμος (μικρή αναφορά)

Ο ‘Αντης Χατζηαδάμος υπήρξε γλύπτης, χαράκτης, ζωγράφος, ποιητής  και συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1936 και απεβίωσε το 1990.
Έργα του:
1.      Σκνιπόγιακ(1982), 
2.     Κρεπέλλο (1988), 
3.     Ζανζουέρα(1990).

Το Σκνιπόγιακ τιμήθηκε με κρατικό βραβείο διηγήματος για το 1982. 

Ο Φσήκουας


– Πού πας ρε Θεωρή βουρητός, βουρητός;
– Πάω στο ππολίτσιν*.
– Χα;
– Έκρουσέν με ο φσήκουας τζαι πάω να τον λαπορτάρω*.
– Ολάν* ποιον έν να λαπορτάρεις, τον σφήκουον;
– Καλό ποιον;
– Ρε πάεννε στο μεσοκομείον να σου βάλουν καμμιάν ένεσιν μέμπα 
τζαι πάθεις τίποτε.
– Όι ολάν! Μεσοκομείον; Πρώτα στο ππολίτσιν τζι ύστερις 
θωρούμεν.
– Ο Θεός να βλέπει τζαι να σσέπει γιέ μου*.
Έφυεν βουρητός για την αστυνομίαν το Θεορούιν. Καθήκον ήταν 
ο Νικήτας ο σάρτζης*.
– Καλώς το Θεορούιν. Είντα μαντάτα;
– Σάρτζη έκρουσέν με ο φσήκουας.
– Πού ρε;
– Πα στο δεξίν το κωλομέριν.
– Επήες εις τον γιατρόν;
– Όι. Είπα νάρτω να τον λαπορτάρω πρώτα τζι ύστερα να πάω.
– Καλά έκαμες.
Έβηξεν δκυο τρεις βηξιές ξερές ο Σαρτζηκύπας τζι άρχισε να 
παίρνει κατάθεσιν.
– Είνταλος εγίνην η δουλειά;
– Έτο εκάθουμουν εις τον καφενέν του Έντεκα με τον Πέτσαν τον 
αρφότεχνον του Ττοουλή του όμπαση*· ξέρεις τον. Εκαθούμασταν 
τζι εθωρούσαμεν τον κόσμον που επέρναν. Άξιππα έννοιωσα έναν 
πόνον στο κωλομέριν τζι έβαλα τες σκληρκές*. Εμουντάρασιν* 
πεντέξι μα ο φσήκουας έφυεν· ξέρω τον όμως τζαι ξέρω τζαι την 
τρύπαν του.
– Είσαι σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Τέλεια σίουρος.
– Εσού σίουρος; λαλεί του ο Σάρτζης.
– Να τον συλλάβεις.
– Τον σφήκουον· να συλλάβω τον σφήκουον...
– Ινναί...
– Καλόν. Έλα υπόγραψε. Ναι τέλεια κάτω. Χάτε πάμεν να τον 
ήβρουμεν.
Εσηκωστήκαν τζι οι δκυο τζι εφύασιν.



Επεξηγήσεις:

* ππολί(τ)σιν, το: αστυνομία, αστυνομικός σταθμός
* λαπορτάρω: υποβάλλω μήνυση
* ολάν (προσφώνηση): καλέ
* Ο Θεός να σε προστατεύει και να σ’ έχει καλά
* σάρτζης, ο: λοχίας
* όμπασης, ο: υποδεκανέας χωροφυλακής
* σκληρκά, η: καρυγή, τσίριγμα

* μουντάρω: ορμώ απειλητικά 

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Για κείνο το πρωινό / Άντρια Γαριβάλδη

της 15ης Ιουλίου

Δεν ξεχνώ 

Την ώρα που έσχισε το μαντάτο
Το θλιβερό εκείνο πρωινό 

Κραυγή οργής για πραξικόπημα
Παύση ατέρμονη
Σε τούντη γη τη ματωμένη
Θολή ομίχλη στο τζάμι της μνήμης
Λαύρα Δευτερογιούνη που καίει ανελέητα τα χρόνια
Ένα και δυο... Σαρανταδυό

Κι ο πήχυς του μυαλού αιμορραγεί...


Άντρια Γαριβάλδη

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2016

Η 15η Ιουλίου 1974 (απόσπασμα) / Κολοκασίδου Μελπομένη

Την Κύπρο δες, αιμόφυρτη 
σκλάβα και προδομένη 
από παντού δικαίωση 
ζητά και περιμένει. 

Μελπομένη Κολοκασίδου (μικρή αναφορά)

Η Μελπομένη Κολοκασίδου γεννήθηκε στην Κερύνεια το 1915.  Η γιαγιά της Αννέττα είχε έλθει από το Κρανίδι της Ελλάδας και ήταν αδελφή του Νικολού Κρανιδιώτη. 
Αποφοίτησε από το πεντατάξιο τότε Γυμνάσιο Κυρηνείας. Πάντρεμένη με τον έμπορο Δημητράκη Κολοκασίδη από τη Λευκωσία, απέκτησε τέσσερα παιδιά.

Ποιητική συλλογή: Καημοί της Κύπρου


Για τη ζωή της ποιήτριας μπορείτε να διαβάσετε στον παρακάτω σύνδεσμο: http://loukis-kyrenia.blogspot.com.cy/2012/12/blog-post_28.html

Κερύνεια, ποιος τις χάρες σου


Σαν θλιβερά χτυπήσανε
τ' Αρχάγγελου καμπάνες
έγιν' ο πόνος σπαραγμός
μοιρολογούν οι μάνες!

Κερύνεια ποιος τις χάρες σου 
και ποιος τις ομορφιές σου, 
τα κάστρα, τα λιμάνια σου 
και τις βουνοκορφές σου; 

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2016

Αλεξάνδρα Ζαμπά (μικρό βιογραφικό)

H Αλεξάνδρα Ζαμπά γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου από Ελληνίδα μητέρα και Κύπριο πατέρα. Έζησε στην Κύπρο μέχρι την αποφοίτησή της από τη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σπούδασε στην Ιταλία. Ασχολείται με τη σκηνοθεσία, τη συγγραφή θεατρικών έργων και την ποίηση.

Ποιητικές Συλλογές: Αιωρείται το βλέμμα (2015)

ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ της Αλεξάνδρας Ζαμπά (Ποιητική Συλλογή: 2015, Εκδόσεις: LA VITA FELICE) (απόσπασμα)

ΔΩΔΕΚΑ ΛΟΞΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1

Αιωρείται το βλέμμα αιώνια αναζητά

και τα χρώματα

- δεν αρκούν οι καμπυλωτές γραμμές –

η ταχύτητα των καταβροχθισμένων σκέψεων
λάμψη μες τη σκότη

κατάμαυρη ενός κόσμου παλιού
και πριν ακόμη

7

Ήταν ακόμα βράδυ

το κεφάλι άπλωνε σε χαρμάνι ονείρων
το στόμα - πέρα απ' το πέπλο -
ποθούσε

τ' αβέβαια έγκατα
τη τσακισμένη καρέκλα που ανάμενε
ρωτούσε

για τα κόκκινα σιροπάτα κεράσια
κρεμασμένα χωρίς ουρανό
σειρά στα ράφια

ενώ τα χέρια
ψηλάφιζαν το σκοτάδι
σε αργό και αβέβαιο ρυθμό



9
Στο φεγγάρι τις είδα
νομίζω –

να τριγυρνούν καθώς απομακρύνονταν
να πληγώνουν καθώς γελούσαν
- νομίζω -
έτρεχαν σε σειρά αχαλίνωτες και
στο απειλητικό διάβα τους έμεναν τα δέντρα

μόνα περιγράμματα με τρεμουλιαστά φύλλα
και τρυφερό σάλεμα ταξίδευαν
- ξαναφέρνοντας -
στα νεανικά μάτια της άνοιξης
αυτό που για πάντα κυλά εν αγνοία

Ήταν, νομίζω, αυτές ήταν
- ή μόνο φύλλα -
πολυσήμαντου πιστού φλοιού;


Ο ΧΑΜΟΣ




1.

Δεν σ' έδιωξα       

είχες όμως τις αμφιβολίες σου    
κρυμμένες ανάμεσα στα χείλη     
κλεισμένες στο κρυφό χαμόγελο  
των ξανθιών σου μπούκλων
         
Εκείνη την ατέρμονη βραδιά       
με το κεφάλι χαμηλωμένο να μετράς βήματα   
το νεανικό σου δέρμα ούρλιαζε στη ζωή 

- η επίσκεψη δεν ήταν για σένα -
το παιχνίδι δεν είχε ακόμη τελειώσει...
4.
        
Με κοίταξες στα μάτια
έκρυψα βιαστικά τα χέρια κόκκινα από ντροπή
και κάτω τα μαλλιά πετούσαν





5.
... η ώρα έτρεχε χωρίς περιθώρια         

η θάλασσα στο βάθος ψιθύριζε   
τα αφρικάνικα πανιά έφευγαν σε μακρινά ταξίδια

Εμείς, μαζεμένοι στο θωράκιο    
μπροστά σ' ατέλειωτο ουρανό τονίζαμε τη ζωή
και η γη άκουγε κρυμμένη στην άκρη του κόσμου
         
Εκκρεμείς κοιτούσαμε αργά        
και κύματα τα ανακατεμένα μαλλιά      
ρύθμιζαν ελαφρά λυτά φτερουγίσματα
         
Τα κορμιά τεντώνονταν στο διάχυτο αδύναμο φως    
τα βλέμματα τότε γλυστρώντας ξάπλωναν
και ήταν Σάββατο...


ΜΙΑ ΝΤΟΥΖΙΝΑ ΑΠΟ ΑΧΤΕΝΙΣΤΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ


1.

νησί

καθρέφτης ζωής ξελογιασμένης
σε στιλπνό βράχο σπαράζει-πεταγμένο
περιορισμένη γραμμή παλλόμενη
σ' ένα κλειστό άπειρο εγκαταλελειμμένο

νησί



4.

εγκυμονούν
αφηρημένο φως - σε χαραμάδα πλώρης -
αιώνια στιγμή μονάχη και ακίνητη

- βιαστικά εγκαταλελειμμένου καραβιού -
αντανακλάται σε σταχυού σπυρί

εγκυμονούν

11.

πιο ψηλά εσύ

εμφανίζεσαι στη τυφλή
αντανάκλαση της είδησης

- ξεχειλισμένο πρωινό εσύ –

κρεμασμένο στο παράθυρο
απλώνεις το χέρι έξω
ακόμα

πιο ψηλά εσύ



ΟΙ ΑΝΑΜΟΝΕΣ

2.

Η φωνή μου αντιλαλεί στους πνεύμονες
κατά μήκος παραστάτων πόνου ρέει

σε φωνάζω, ψυχή μου, πού είσαι;
Μάης είναι πρωινή ομίχλη θαμπώνει και βρέχει
το παράθυρο σου, καρδιά μου, έχει σπασμένο τογυώΙ
μούδιασμα στα δέντρα

η ξύλινη σκάλα σέρνεται στον τοίχο ταλαντεύεται

φτωχικό είν' το λεξικό χωρίς λεπτές αποχρώσεις
χρειάζομαι μια λέξη, ψυχή μου, να διαπερνά την ελληνική

μια από κείνες που κρέμονται από τα δοκάρια και αναμένουν
απ' τον κεντρικό γάντζο, καρδιά μου, λικνιζόμενη αναμένει
τον δικό σου, ψυχή μου, δύσκολο γυρισμό
 8.

Η απουσία

Έρημος επίφοβος η απουσία
ξύνει τον ορίζοντα ψύχρα αστρική
σβήνει στον ουρανό πλήθος σκιές, πόνο

Το αίμα στη σιωπή χύνεται αλμυρό και
φύκι μπλεγμένο η φωνή αντιλαλεί απουσίες
ψιλόλιχνη μένει ακίνητη πιεσμένη σε κλουβί

Ξενιτεμένη στην άκρη του κόσμου η απουσία
θρηνεί άφωνη ακατανόητες κουβέντες

Προχωρεί απομονωμένη λέξη σε γλωσσάριο



13.

Κρασί χαράς

υπάρχουν αισθήματα φίλε μου
που οχυρώνουν το βλέμμα
τρεμουλιάσματα πυγολαμπίδων
χτυπούν από χαρά

Και τα βλέφαρα
πρόσεξες μήπως φίλε μου
πως μισοκλείνουν μεθυσμένα
παραδίδονται στο κρασί της χαράς!