***
Βήματα …
Αθηνά
Τέμβριου
Περπατά βιαστικά
προς τα σύνορα ψευδαισθήσεων,
κυνηγημένος, με τον
φόβο να στάζει στο χιόνι πορφύρα,
μ’ ένα τσουβάλι
αναμνήσεις στους κυρτούς ώμους.
Στο δεξί του χέρι
ερείπια, σκόρπια σκόνη και πρόκες.
Στ’ άλλο ένα παιδί,
με τα μάτια καρφωμένα στη γη.
Πώς ν’ αντικρύσει
ξανά την πατρίδα
με τον ξένο σπόρο
στα σπλάχνα της?
Ο κόσμος σαν φύλλα
ριγμένα στο χώμα
κι αυτός ο άνεμος,
ο εξ ανατολής,
μανιασμένος
συρρικνώνει το γκρίζα περάσματα.
Τα παιδιά είναι
πουλιά μαρτυρά ένα βλέμμα,
μα ο ουρανός μαβής
κι αλλοπρόσαλλος
σαν τον χειμώνα,
τον παραμορφωμένο Πολύφημο.
Που να κρυφτείς
‘Οδυσσέα’; Τα τραίνα είναι γεμάτα
κορμιά, οι οσμές
θυμίζουν ακόμα πολέμους, ολοκαυτώματα.
Οι βαριές ανάσες
των υπευθύνων βρωμάνε,
δεν αχνίζουν ανοχή
ή ενοχή·
σκέψεις -
φίδια σέρνονται γύρω κι οδοιπορείς
με τους στρατούς
ανάμεσα σε μέρα και νύχτα.
***
Παιδική
απορία
του Κώστα Κατσώνη
Ξέγνοιαστα παίζαν τα παιδιά
μες στου χωριού τα καλντερίμια.
Δεν άκουσαν ποτέ για προσφυγιά,
για όνειρα χαμένα, για συντρίμια.
Ξέραν παιγνίδια μπόλικα
και παίζανε στις γειτονιές τους,
όλα τα ζούσαν όμορφα κι αλλιώτικα
κι ήταν ολάνοιχτες στο γέλιο οι καρδιές τους.
Έτσι κυλούσε όμορφα η ζωή
στην Κύπρο τη θαλασσοφιλημένη,
ώσπου ζηλέψαν τα παιδιά μας οι «κακοί»
τη μέρα εκείνη την καταραμένη.
Τα ξέγνοιαστα παιδάκια του σχολειού
στην προσφυγιά βρεθήκαν σκορπισμένα
στη θύελλα του άδικου χαμού
πεντάρφανα πουλιά ξεκληρισμένα.
Σαν χελιδόνια σκόρπισαν
που’ χασαν ξάφνου τη φωλιά τους,
σαν ρόδα που οι άνεμοι τα σκόρπισαν
χωρίς να
κλέψουνε την ευωδιά τους.
Μα’ χουν μιαν
απορία στη ματιά
και τους μεγάλους πάντα θα ρωτάνε :
Ποιοι, Θεέ μου,
κάναν πέτρα την καρδιά
και τα παιδιά τα θέλουν να πονάνε;
(1975)
***
Μετανάστες
του Κωνσταντίνου Κακολογιάννη
Πεταμένος στο κατάστρωμα ενός σαπιοκάραβου,
που παλεύει με τα κύματα της θάλασσας
που σαν αγρίμι που γλυκοκοιτάζει το θήραμά του
ονειρεύεται ένα καλύτερο μέλλον σε μια
κοινωνία
που δεν τον αγαπά, γιατί ξέχασε τη δικιά της
ξενιτιά,
και δακτυλοδεικτούμενος θα παίζει το κεφάλι
του
κορώνα – γράμματα
για ένα κομμάτι ψωμί
με μόνη συντροφιά τα ποντίκια σε μια
λιγδιασμένη κάμαρα,
ποντίκια, που θα καραδοκούν να αποκοιμηθεί για
να τον
φάνε
κι αυτός λαγοκοιμισμένος θα προσεύχεται σ’ ένα
Θεό
που τον ξέχασε…
Εκεί στο κατάστρωμα του σαπιοκάραβου,
«Ελπίς» το όνομά του... Τι ειρωνεία,
να κρατά το σύντροφο της περιπέτειας, νέο,
λαμπρό και με
πτυχία·
μισοτρελαμένος ή ολοφοβισμένος;
Θέλει να πηδήξει στην θάλασσα, βλέπει τη νεκρή
του μάνα
με ανοιχτές τις αγκάλες να τον φωνάζει...
Πεθύμησε το χάδι της
Ήρωας κι αυτός, οσιομάρτυρας, άφησε πίσω του
πατέρα,
αδέλφια, γυναίκα, παιδιά,
για το άγνωστο...
Δεν μπορεί ακούσει τίποτα
μόνο το κλάμα των πεινασμένων του παιδιών σαν
βουητό
***
της Ειρήνης Σιδερά
Και τι θα γίνει με τα μάτια;
Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Γι’ αυτά που αντίκρυσαν να χάνονται
οικεία βλέμματα κι ανθρώπους
μιας γειτονιάς, μιας Χώρας που ΄χει
πια ξεχαστεί.
Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Τα μάτια μες στο σαπιοκάραβο
πάνω στο φόβο
που σαν την αλμύρα της θάλασσας
έχει θρονιάσει
στα μαλλιά, στο πρόσωπο και στη ψυχή
μας.
Τα μάτια πάνω στον Ωκεανό
για ένα σημάδι,
πάνω στις ανοικτές παλάμες
που κρατούν την απουσία και την
αναμονή
στα σκαμμένα μάγουλα της απώλειας
και τ’ ανήσυχα βλέμματα των παιδιών.
Και τι θα γίνει με τα μάτια;
Καθρέφτες φοβεροί
χωρίς συγχώρεση, μήτε ανακωχή.
Αδιάλειπτα καταγράφουν
ανελέητα αναδύουν
την χρεωκοπημένη μας ευτυχία,
τον φόβο και τα πρόσωπα των νεκρών
μας.
Για τα μάτια ν’ ανησυχείς.
Απ’ αυτά
πώς να δραπετεύσεις...
***
Μοιρολόι- Διαμαρτυρία
της Αδριανής Σουρή
Μικρό
παιδί, σ΄ ελληνικό νησί
νεκρό στην
αμμουδιά, αέρας το φιλά,
ο ήλιος το
μοιρολογεί, το κύμα το χαϊδεύει.
-Αγόρι μου,
παιδάκι μου
που ΄ναι το
σπιτικό σου;
Η Μάνα σου,
ο Κύρης σου
αφύλακτο σ΄
αφήσαν;
Κι ήρθε ο
Άδης σ΄ άρπαξε,
δίχα να τον
προσέξουν.
Μικρούλι κι
ολομόναχο, πως βρέθηκες εδώ;
Οι νύχτες
απορούν, οι μέρες το ρωτάνε.
-Ο πόλεμος,
σκότωσε και ερήμωσε
ότ΄ είχε κι
αγαπούσε.
Με δίχα
τους γονείς
βρέθηκε
ξαφνικά,
στης
προσφυγιάς τους δρόμους.
Απόκαμε,
κουράστηκε,
μα πού Μανούλας
αγκαλιά,
πουλάκι να
κουρνιάσει;
Μπήκανε
στην Τουρκία.
Σύγχυση,
χαλασμός,
χιλιάδες
πρόσφυγες,
πόνος
χειροπιαστός,
πεινούσαν
και διψούσαν·
ανεπαρκή
τ΄ αντίσκηνα
κρύωνε,
έκλαιγε
του
΄λείπαν οι δικοί του.
Σε φουσκωτό,
προορισμός η Ευρώπη
Αχόρταγη, τους
καταπίνει η θάλασσα,
και…
να το
παιδί, σ΄ ερημικό νησί,
στην άμμο
ξαπλωμένο.
Μια
πεταλούδα περαστή,
στάθηκε μια
στιγμή,
πετάρισε
στο μάγουλο
το
νεκροφίλημά της.
Κρινάκια
του γιαλού,
του κάμπου
παπαρούνες,
με ευωδιές
με πέταλα
σκεπάστε τ΄
αγγελούδι.
Ελάτε νύφες
του νερού
νεράιδες
του δάσους
κύκλο και
τραγουδήστε του,
άκλαυτο κι
ακανάκευτο,
μη φύγει
απ΄ τον κόσμο.
Ντρέπεται ο
ήλιος κρύφτηκε.
Τα σύννεφα
τον σκεπάζουν.
Μουντός ο
ουρανός,
Δάκρυα
ψιλοβρέχει…
Ο
άνεμος φυσά,
ρωτά,
ξαναρωτά,
γιατί
τόσα παιδιά,
κακοποιούνται,
χάνονται,
συχνά
εκτοπίζονται,
χιλιάδες
και πεθαίνουν;
9.03.016
Σ΄ όλα τα
αδικοχαμένα
παιδιά του
κόσμου.
***