Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Μια λεύκα στην Κακοπετριά / Μόντης Κώστας




Αυτή η λεύκα στη ρεματιά
που λέει «όχι» και λέει «ναι»
και λυγίζει και δε λυγίζει
και γυρνά εδώθε και μας κλείνει το μάτι για τον άνεμο,
και γυρνά στον άνεμο και του κλείνει το μάτι για μας
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια1
 στη θάλασσα,
και κυματίζει τρία πράσινα κρόσια στις βουνοκορφές
κι ερωτεύεται
και γαργαλιέται
και σπαρταρά απ’ τα γέλια
που λες θα της πέσουν τα φύλλα,
κι αναταράζεται να φύγουν τα γαρδέλια2
και γέρνει πίσω και κάνει χωνάκι
«ελάτε τώρα, ελάτε τώρα»!
Αυτή η τρελή λεύκα
που θα κρεμαστεί το χειμώνα απάνω της η ελπίδα
της χαράδρας,

αυτή η τρελή λεύκα
που θ’ απογυμνωθεί το χειμώνα
για να μπορεί να λέει «όχι» στους χιονιάδες του Τροόδους,
που θ’ αποβάλει τον έρωτα και τα συναφή
και θα μείνει γυμνή ψυχή,
και θα μείνει γυμνή κάθετη ψυχή
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που είν’ ανάγκη να το πει,
τώρα που δεν υπάρχουν πια περιθώρια για παιγνίδισμα,
για να πει τ’ «όχι»
τώρα που το χρειάζεται η χαράδρα.



Κώστας Μόντης, Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω, Λευκωσία 1974

Επιγράμματα ΧΧVI


Κύπρο μου, από τα δέντρα σου την χαρουπιά πονώ˙
πάντα σγουρή και πράσινη, μηδέ βροχή δεν θέλει˙
γεννά απ’ της ρίζας τον χυμό καρπό παντοτινό˙
ραβδίζουν την αλύπητα κι αυτή τους δίνει μέλι.


Σίμος Μενάρδος, Επιγράμματα, Αθήνα 1930

Τρίτη 6 Ιανουαρίου 2015

Το τραγούδι της Παναγίας του Κύκκου




Άστραψεν η Ανατολή κι εβρόντησεν  η Δύσι
κι εχαμηλοπουμπούρισεν* η Πέτρα του Λιμνίτη·
απόχει ευχαρίστησιν, ας έρτει ν' αγροικήσει,*
να κάμω τ' αμματάκια του να τρέξουν σαν την βρύσιν,
γοιάν*  τα νερά τα τραξιμιά, που δεν έχουσιν στήσιν,
την Δέσποιναν και τον Χριστόν για να δοξολογήσει·
Τέτοιαν Κυράν και Δέσποιναν ποιός το 'λέγεν να φύγει,
να πάει κάτω στον γιαλόν να κάμει αρκόν ταξίδιν!*
Πάνω στου Κύκκου το βουνίν κτίζουν της μοναστήριν,
κτίζουν την εκκλησίαν της με ούλον κεραμίδιν·
αππέσω κτίζουν τα κελλιά κι αππέξω σιμιντήριν,*
αππέσω μαζευτήκασιν κάμποσοι καλοήροι·
ακόμ', αν δεν πιστεύγετε, οι πεύκοι 'ν γονατισμένοι,
που διάβαιννεν η Δέσποινα, τέτοια χαριτωμένη.
Στους τόπους, απού διάβαιννεν, τα δέντρη ούλα τρίζαν,
και σείζουνταν οι μούττες τους, χαμαί στην γην εγγίζαν,
δίχως στραπές, δίχως βροντές πως μυλλοψιχαδίζαν*
τα νέφη πα* στους ουρανούς, μαζίν της εγυρίζαν!
Ούλες κυράδες τες λαλούν, ούλες κυράδες είναι,
μα, σαν του Κύκκου την Κυράν, άλλην κυράν δεν έχει,
πρώτον διαβαίνν' η χάρις της και ταπισόν ηβρέχει.
Όντας θελήσ' η Δέσποινα να βγει να διακινήσει,
ούλος ο κόσμος τρέμει την, π' Ανατολήν ως Δύσιν·
όντας θελήσ' η δέσποινα να βγει που το θρονίν της,
οι αρχαγγέλοι παίρνουν την εις τον μονογενή της·
Αννοίξαν οι εφτά ουρανοί να μπ' Κυρά του κόσμου.
Που την θωρεί ο γυιούλλης της, επροσηκώθηκέν της,
στον θρόνο που εκάθετουν, εκεί εκάθισέν την.
«Καλώς την την μητέρα μου με τα καλά του κόσμου,
και να μου π' η μητέρα μου ίντα καλά έχει ο κόσμος.»
Τετάρτην και Παρασκευήν ζυμώννουν και φουρνίζουν,
το γείρμαν του μεσομεριού σαρίζουν* και καπνίζουν,*
Κυριακήν που το πωρνόν πλυννίσκουν* και ραντίζουν
πιάννουν τα ποφρουκάλιδα* και την αυλήν παστρίζουν.*
Το Σάββατον που το πωρνόν λαμπάδες αγοράζουν,
Κυριακήν αφταίνουν* τες και κλαίσιν και φωνάζουν,
ψάλλουν το «Κύρι' ελέησον», εσέν κι εμέν φωνάζουν.
Και μίαν Κυριακήν πρωίν, προτού την Λειτουργίαν,
λαμπάδαν της εστείλασιν κανίσσιν* απού πέρα,
κείνη λαμπάδα δεν ήταν, μονόν ωσάν νεφρίδιν·
πιάννουσιν τρεις και τέσσερεις και πέντε καλογήροι,
στηννουν την δεν ηστήννεται, κρούζουν την δεν αφταίνει.
Η Δέσποινα αρωμάτισεν έναν καλογεράκιν
που τόστειλεν η μάνα του εις την Μονήν σκλαβάκι.*
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σωκώθην το καλοηρίν του ύπνου μαραμμένον,
εφόρησεν τα ράσα του, γοιάν ήταν μαθημένον,
ενίφτην κι εσφογγίστηκεν και πάει στον γουμένον:
Και καλημέρα δάσκαλε και πρώτε των γερόντων,
κρόστου με*, αφέντη δάσκαλε, και ό,τι σου πω να ποίσεις,
εψές είδα έναν όρωμαν και να μου το διαλύσεις·
εμέναν η Κυρία μας αναρωμάτισέν με,
σαν εκοιμούμουν όμορφα, ήρτεν κι εξύπνισέν με.
«Γυιέ μου, πε* του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε το γουμένου
λαμπάδα που μου στείλασιν, να πιάσει να την σχίσει,
να κάμει λαμπάδια και κεριά, όσα κι αν ημπορήσει,
απού ψηλά ως χαμηλά να βγει να τα πουλήσει,
μήτε χοντρόν, μήτε ψιλόν έσσω να μεν αφήσει·
εάν την άψει, κάφκεται* μέσα το μοναστήριν,
κρούζουσιν ούλα τα κελιά και ούλ' καλοήροι·
λαμπάδαν που μου στείλασιν, μην κάμει αγιολέος,*
και κείνος που την έστειλεν εν σκύλλος, εν Εβραίος.»
Σηκώθην καθηγούμενος, χαμαί την εξαπλώννει,
εννιά βαρέλλες έφερεν, παρούτην τες γεμώννει,
και όση επερίσσεψεν χαμαί την εσσιονώννει.
Κάτω στο Στρουμποπόλεμον* κτίζουν της το μετόχιν,
έχει και το κουπάιν* της, έχει και τον βοσκό της.
Κάνεναν πράμαν δεν έχει σαν την Κυράν του Κύκκου
βασίλισσαν την έχομεν δα μέσα, πον η Κύπρου.
Εις την Αγίαν της Μονήν βάλλει βουλήν να πάσιν,
Άγιον Φώτην, στον Στατόν, Γαλαταριάν, Κοιλίνειαν
οι Παναγιώτες τ' άκουσαν, βγαίνουν που τα καμίνια,
ετρέξαν εις την χάριν της να πάσιν να την δούσιν,
γιατ΄ είναι βασταγάρηδες κι αλλού δεν πολεμούσιν.
Απού το ξέρει να το πει τρεις φορές την μέραν,
ππέφτει λαμπρόν* δεν κάφκεται, με ποταμός τον πέρνει,
στην κρίσιν, που κρινούμαστεν, εκείνος δεν πηγαίννει,
Στο Άγιον Όρος να βρεθεί, να μην αροθυμήσει,
την ώρα του θανάτου του εννά την αγρωνίσει,
άγγελος που τον ουρανόν εννά τον βοηθήσει·
τ' Άγια Πάθη του Χριστού να πα να προσκυνήσει,
και πάλε να μεταστραφεί κι εμάς να χαιρετίσει.
Εκείνος απού το 'βγαλε όμορφα ποίησέν το
και αναμπροστά της Δέσποινας αναζωγράφησέν το.
Πάνω στα δένδρη τα ψηλά, πουλλάκια, κιλαδάτε,
ζωήν και χρόνια να ΄χετε όσοι κι αν αγροικάτε,
Δέσποινας πρέπει δόξασι κι εμέναν τ' ως πολλά 'τε.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

01. εχαμηλοπουμπούρισεν = βρόντηξε χαμηλά
02. αγροικήσει = ακούσει
03. γοιάν = σαν
04. αρκόν = ταξίδι που αργεί, μεγάλο ταξίδι
05. σιμιντήριν = ψηλός πετρόκτιστος τοίχος
06. μυλλοψιχαδίζαν = ψιχαδίζαν λίγο. Από τη λέξη μυλλόν = μήτε βρεγμένο μήτε στεγνό
07. πα = πάνω
08. ιλιώ = λιώνω
09. σαρίζουν =σκουπίζουν
 10. καπνίζουν = θυμιατίζουν
11. πλυννίσκουν = πλένουν
12. ποφρουκάλιδα = μικρές φρουκαλιές
13. την αυλήν παστρίζουν =  κάνουν την αυλή πεντακάθαρη
14. αφταίνουν = ανάβουν
15. κανίσσιν = δώρο
16. σκλαβάκι = υπηρέτης
17. πε = πες
18.άψει = ανάψει
19 κάφκεται = καίγεται
20. κρούζουσιν = πέρνουν φωτιά
22. αγιολέος = άγιον έλεος
23. (α)κρόστου με = άκουσε με
24. Στρουμποπόλεμον = τα χωριά Στρουμπί και Πολέμι
25. κουπάιν = κοπάδι

26. λαμπρόν = φωτιά


Άσμα της Μονής του Κύκκου



Κύκκου, Κύκκου το βουνί μαναστήρι να γενεί
και χρουσή Κυρά να μπει και ποττέ να μεν εβκεί.
Εκεί χαμαί συνάχτηκαν καμπόσοι καλοήροι,
εχτίσασι μίαν εκκλησιάν με ούλον κεραμίδι.
Και μιαν αΐαν Κυρκακήν, δεσποτκήν ημέραν,
λαμπάδα της επέμψασι της Δέσποινας που πέρα,
που πέρα που την Βενετάν, που μέσ' την Εγγλιτέραν.*
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσασιν  κ΄εβάλαν την μέσα στο μαναστήρι,
στέκουν την και εν στέκεται, κρούζουν την* και εν αφταίννει*
επιάσαν κ΄ εκουμπίσαν την εις μίαν γωνιάν του τοίχου.
Είχεν ένα μικρόν παιδίν, έναν καλοηρούιν.
Την νύχτα η Κυρά μου πήε ρωμάτισέ το:*
«Ξύπνα, ξύπνα, μικρόν παδίν, και μεν αροθυμήσεις.*
Γυιέ μου , πε του δασκάλου σου, γυιέ μου, πε του γουμένου,
γυιέ μου, πε του δασκάλου σου να κάμει σαν σου λέω.
Λαμπάδα που μου πέψασι μεν πιάσει και την κρούσει,
γιατ΄ αν την κρούσει, κρούζεται* μέσα  το μαναστήρι
και κρούζουν ούλα τα κελιά κ ούλοι καλοήροι.
Λαμπάδα που μου πέψασι να πιάσει να την λύσει,
να κάμει λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορέσει,
να πάει πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσει,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσει».
Σηκόννεται μικρόν παιδίν, του ύπνου μαραμένον,
και τρέχει το μικρόν παιδίν, στον δάσκαλο του πάει
και «ξύπνα, ξύπνα, γέροντα, κ' έχω να σου μιλήσω:
Εμάνα η Κυρία μου εψές ρωμάτισέ με·
λαμπάδα που της πέψασι μεν πιάσεις και την κρούσεις
γιατ' αν την κρούσεις κρούζεται μέσα το μαναστήρι,
κρούζουσιν ούλα τα κελλιά κι ούλοι οι καλοήροι.
Λαμπάδα που της πέψασι να πιάσεις να την λύσεις,
να κάμεις λαμπάδια και κερκά όσα και αν μπορήσεις,
να πάεις πάνω στα χωρκά, ούλα να τα πουλήσεις,
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν έσσω να μεν αφήσεις.
Εκείνος που την έστειλεν ένι ένας Εβραίος,
κ' εκείνος που την έφερεν  εν μυροβαφτισμένος.
κ' εκείνος που την έστειλεν ας εν' καταραμένος,
κ' εκείνος που την έφερεν ας εν ευλοημένος.»
Σηκόννεται ο γούμενος κι ό,τι του είπε κάμνει.
Πιάννουν την πέντε κοσμικοί και πέντε καλοήροι,
επιάσαν την κ' εβκάλαν την που μεσ' το μαναστήρι.
Σαν πεύκον την ερρίψασιν, δεντρόν την πελεκούσιν,
εβκάλασι που μέσα της εννεά κάρτους καντρέθια*
και δεκαπέντε πούρπουρην* κι οχτώ κάρτους κεσμέδες,*
και το κερίν ελύσασιν κ' εκάμασιν λαμπάδια,
κ' εκάμαν και κερκά ψιλά όσα κι αν ημπορούσαν,
κι επήαν πάνω στα χωρκά ούλα και τα πουλούσαν.
μήτε ψιλόν, μήτε χοντρόν, τίποτες εν αφήκαν.
Που το λαλεί να χαίρεται, που τα λαλεί ν' αγιάσει,
και που το συνερκάζεται χίλιους γρόνους να φτάσει.


Γλωσσάρι κυπριακής διαλέκτου

1. Εγγλιτέραν = Αγγλίαν
2.  κρούζουν την = την ανάβουν
3. αφταίννει = ανάβει
4. ρωμάτισέ το = παρουσιάστηκε στ' όνειρό του
5. αροθυμήσεις = φοβηθείς
6. κρούζεται = καίγεται
7. καντρέθια = σφαιρίδια
8. πούρπουρην = μπαρούτι

9. κεσμέδες = μέτρα για το μπαρούτι


[Ο πόθος όσα ζουν στον κόσμο σώννει]

Ο πόθος όσα ζουν στον κόσμο σώννει
και κάμνει την αγάπη να γνωρίζουν
τ' άγρια φαρμακερά χτηνά μερώννει
και κάμνει τα μ' αγάπην να γυρίζουν.
Μόνον σ' αυτόν σου σέναν δεν ξορτώννει
να δείξει τα λαμπρά του αμμέ χιονίζουν
ω κακιωμένη της φιλιάς και φύσης
λοιπόν την ομορφιάν τίντα να ποίσης;

«Ατσιάττιστα - Ξητσάττιστα» (απόσπασμα) / Αριστοτέλους Τάσος



 «Πόσει αγάπην όμορφη, τζοιμάται μες στες έννοιες
Πόσει αγάπην άνοστην
 τζοιμάται μεθυσμένος». (σελ. 9)

«Πάνω στον σκάρνον έκατσεν, καβάλλαν η καμήλα
 τζ΄ ο σκάρνος ετραππήησεν
τζ΄εκάτσαν πα’ στην μούγιαν». (σελ.11)

 «Δώσμου, λαλώ σου, δκυό φιλιά τζ’ ο κόσμος εν δικός μου
 τζ’ ας ιγρωστώ ποτζεί ποδά
 τα μαλλωτζιέφαλά μου». (σελ.12)  

 «Ήρτα ανώρας έσσω σου, τζ’ ήβρα σε πα’ στην τάβλαν
 τιτσίραν, αναβράκωτην
 τζ’ έπιασεν με το γέλιος». (σελ.14)

«Στο περιγιάλιν παρπατά, τα τζύμματα χασκιάζει
τζαι τραππηούσιν πάνω της
 τζαι ππέφτουν πεθαμμένα». (σελ.17)  

 «Θωρεί με τζαι μιτσοκαμμά, πάλε χαμογελά μου
 έρκεται η αλλήθωρη
 πάει στον διπλανό μου». (σελ.18) 


 «Έσει ο κόσμος θεμελιούς, μ’ αρκέψαν τζαι ταράσσουν
 Εν ούλλα που σαπίσασιν
 τζ’ εμείς τζαι οι αγάπες». (σελ.23)  


 «Επήα τζ’ ήβρα τον λαόν, πουκάτω στην παλλούρα
 σύρνω του ρότσο εν πλάσκω

έσει ελιές η κούμνα». (σελ.24)  

[Πάγω...]



Κοντεύγ' η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου,
που μέλλει να μισέψω από ξαυτόν σου,
όμως αφήννω* δα στον ορισμόν σου
όλον τον εμαυτόν μου, αγγέλισσά μου.

Μηδέ απορείς, αν εμπορώ, θεά μου,
μισεύγοντα ν' αφήσω εμέν σ' αυτόν σου:
μισεύγω αμμ' όπου πάγω, γοιον δικός σου,
μένουσιν μετά σεν τα πνεύματά μου.

Πάγω, κι αν ένωσες ποτέ σ' εσέναν
πάθος αγάπης, βλέπε την καρδιάμ μου
πας και το σώμαν πιον δεν σε βιγλίσει.

Αν πει κανένας κι άλλην παρά σέναν
αγάπησα ποτέ, πε αχ την μεριάμ μου:
με δίχως την καρδιάν, πώς ν' αγαπήσει;

[Απόδοση στη νεοελληνική]


Κοντεύει η ώρα κι ο καιρός, κυρά μου, που θα πρέπει να φύγω από κοντά σου, όμως, άγγελε μου, αφήνω εδώ στους ορισμούς σου όλο τον εαυτό μου.

Και μην απορείς, θεά μου, πώς θα μπορέσω φεύγοντας ν' αφήσω τον εαυτό μου σ' εσένα· φεύγω, αλλά όπου κι αν πάω, σαν δικός σου [που είμαι], μένουν μαζί σου οι σκέψεις μου.

Φεύγω, κι αν κάποτε ένιωσες μέσα σου πάθος αγάπης, φύλαγε την καρδιά μου, γιατί ίσως το σώμα μου δε θα μπορέσει να σε αντικρίσει πια.

Κι αν κάποιος σου πει πως αγάπησα ποτέ κάποιαν άλλη, εκτός από σένα, πες του από μέρους μου: χωρίς την καρδιά του, πώς ήταν δυνατό ν' αγαπήσει;


* Στην κυπριακή διάλεκτο, τα δύο όμοια σύμφωνα προφέρονται και τα δύο.


από: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α' Γενικού Λυκείου)

Ο νεκρός ποιητής

                

Άμα πεθάν’ ο ποιητής
τότεν να τον γυρέψουν
μπορεί κόμα στην μνήμη του
κερί για να του πέψουν.

Ν’ ακούσουν τα τραούδκια του
ν’ ακούσουν την φωνήν του
και να τους πει τα βάσανα
που τράβαν στην ζωήν του.

Που ζιεί γυρίζει τα χωριά    
τραούδκια να πουλήσει
για να συνάξει κάτι τι
που θέλει για να ζήσει.

Πολλά ανάρκοι να βρεθούν
να τον υποστηρίξουν
και την καλή τους την καρκιάν
για λλόου του να δείξουν.

Τώρα, μακούει με λαλεί
επέθανεν εθάφτη
και στου Μουχτάρη το χαρτί
ένας νεκρός εγράφτη

 Τα κόκκαλά του μείνασιν
παρέα με το χώμα
στην γην πιον εν ιστρέφεται
με ξαναννοίει στόμα

 Ας το σκεφτούν οι ζωντανοί
και να το μελετήσουν
τους ποιητές που μείνασιν
για να τους βοηθούσιν

 Όι άμα πεθάνουσιν
να κλαιν πουπανωθκιόν τους
και να γυρεύκουν δανεικά
ρούχα για το θαφκιόν τους.



Τ’ όνομαν του ποιητή
αθάνατον μεινίσκει
και μες στο χώμα μανιχά
τον νεπαμόν του βρίσκει.

[Τι με βουλεύγεις]

Τι με βουλεύγεις, Πόθε, στην πικριάμ μου;
Το τέλος θεν να πιάσω
γιατί τόσον δεν ήθελα να ζήσω
με την κυράν μου ' χάσα την καρδιάμ μου
κι αθ θέν να την εφτάσω,
τα χρόνια τούτα χρειά ' ναι να τ ' άφήσω
γιατί να την βιγλίσω
πιον δεν θαρ ' ώδε και να πομεινίσκω
ανάπαψην δεν βρίσκω
γιατί στο μίσεμάν της εσηκώθην
πάσα χαρά κ' η πλήξη μου πιντώθη.

[Ξεύρεις γιατί ’ν’ ο πόθος φτερωμένος]

Ξεύρεις γιατί ’ν’ ο πόθος φτερωμένος
και με τα πλουμιστά φτερά γυρίζει;
Γιατί κανένας π’ αγαπά σιγίζει
ουδέ ποτέ ο νους του σιγισμένος.
[...]
Ξεύρεις γιατί έν γυμνός; Γιατί χοχλάζουν
με στο κουφάριν όλοι που ποθούσιν
κι αξάφτουν όσ’ είν’ να ’ν’ στην δούλεψήν του.

Δοξιότην ξεύρεις γιάντα τον λαλούσιν;
Γιατί πληγώνει ’που μακρά το δειν του
τούς αγαπούν και κάμνει τους και βάζουν.

Μωρόν παιδίν το φτιάζουν,
γοιον τον θωρείς εδά ζωγραφισμένον
γιατ’ οι ποθούν έχουν τον νουν χαμένον.


                Από:  Κώστα Μόντη, Ανδρέα Χριστοφίδη, Κυπριακή ανθολογία,  1965. 

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

«Η ποιητική της ύλης»


ομαδική έκθεση μικρογλυπτικής στο
Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ΔΙΑΤΟΠΟΣ.

Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος παρουσιάζει ομαδική έκθεση μικρογλυπτικής με θέμα «Η ποιητική της ύλης». Τα εγκαίνια θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι το Σάββατο 21 Φεβρουαρίου 2015.

Μια ιδιαίτερη συνάντηση σημαντικών καλλιτεχνών που στόχο έχει να αναδείξει με ένα ευρηματικό τρόπο πως η ποίηση της δημιουργίας και του ευφάνταστου εικαστικού πειραματισμού βρίσκεται σε κάθε μορφής ύλης που μεταμορφώνεται σε έργο τέχνης μέσα στα χέρια των δημιουργών. Μικρά γλυπτά από διάφορα και διαφορετικά υλικά επιθυμούν την προσοχή του θεατή προσφέροντάς του ένα μοναδικό ταξίδι που ζωντανεύει τις αισθήσεις και τις νοητικές διεργασίες. Σ’ ένα τεχνολογικά εξαρτημένο κόσμο όπου ο υλισμός αποτελεί πια αξία, η ύλη ο κατ’ εξοχήν διαχρονικός φορέας πολιτισμού, δείχνει και το άλλο της πρόσωπο που βρίσκεται κρυμμένο στα γνωστά- άγνωστα μονοπάτια της ποιητικής, δημιουργικής διάστασης της ανθρώπινης φύσης και ύπαρξης. Αυτή είναι λοιπόν και η προσδοκία της έκθεσης αυτής στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος. Μια απόδραση στον μαγικό χώρο της δημιουργίας προς αναζήτηση μιας άλλης νοητικής κατεύθυνσης που οδηγεί στην ανατροπή του δεδομένου και προσδίδει ποιητική διάσταση στην ύλη.

Στην έκθεση λαμβάνουν μέρος οι: Θεόδουλος Γρηγορίου, Νίκος Κουρούσιης, Μελίτα Κούτα, Κίκο Λανίτης, Λία Λαπίθη, Μαρία Λιανού, Ελέν Μπλακ και Έφη Σπύρου.

Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν τη Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2015 στις 8 μμ. Η έκθεση θα διαρκέσει μέχρι και τις 21 Φεβρουαρίου και θα είναι ανοιχτή κατά τις ακόλουθες ώρες: Δευτέρα –Παρασκευή 5.00μμ. – 8.00 μμ. Σάββατο 11.00 πμ. – 1.00 μμ.

Για πρωινές επισκέψεις οι ενδιαφερόμενοι παρακαλούνται να επικοινωνούν προηγουμένως με το τηλέφωνο 22766117.

Στον πρώτο όροφο λειτουργεί έκθεση έργων σε χαμηλές τιμές, καλλιτεχνών που συνεργάζονται με το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Διάτοπος.


Το Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης ΔΙΑΤΟΠΟΣ βρίσκεται στην οδό Κρήτης 11, τηλ. 22-766117, email: info@diatopos.com, website: www.diatopos.com

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Σαν τραίνα / Τόκας Μάριος

Σαν τραίνα ξεκινάνε
Τα όνειρα που ήτανε
δεμένα στον σταθμό
Φαντάροι που γυρνάνε
Στα μέτωπα και έχουνε
Αντί όνομα αριθμό

Κράτησε κι αυτό το δάκρυ
Βάλ’ το συντροφιά στον στεναγμό
Κράτησε κι αυτό το δάκρυ
Μη στερεύεις άλλο τον καημό

Σ’ αυτό το τραίνο βάλαν
Ποιος ξέρει ποιος να το `κανε;
Και σένανε μαζί
Μες στο βαγόνι πάνε
Τα όνειρα παρέα
Με μια καρδιά χρυσή


το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=CAjvWusc17Q

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014

Χριστιάνα Αβρααμίδου: Μετά από κάθε έκδοση νιώθω σαν να κυκλοφορώ χωρίς ρούχα ή γυαλιά, ότι είμαι διάφανη και κάποιος μπορεί να δει από μέσα τα πάντα λες και κάνω ακτινογραφία…


… Μου αρέσει η ασφάλεια της ρουτίνας μου. Κάθε αλλαγή για μένα, από την πιο μικρή ως τη πιο μεγάλη, σημαίνει και ένα ποίημα


 Άνθρωπο δε βρίσκεις πια
 κουρασμένος να μην είναι.
 Ανελκυστήρες και κυλιόμενες
 δεν ξέρω γιατί λειτουργούν.
 Σέρνω πόδια και ψυχή,
 δίχως να ξέρω
 αν είναι τα δικά μου
 όλο τον κόσμο σού λέω Γιάννη κουβαλώ,
 τον δάσκαλο,
 τους μαθητές απ’ το κρυφό σχολειό,
 τον Πενταδάχτυλο
 και μια θάλασσα
 που ώρες ώρες
 ακόμα μού μοιάζει.

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας


Την ποίηση της κας Χριστιάνας Αβρααμίδου την συνάντησα εντελώς τυχαία (φράση χιλιοειπωμένη αλλά ταιριάζει απόλυτα στον προσδιορισμό του ανταμώματος μου με την ποίησή της)  σε μια προσπάθεια καταγραφής του συνόλου των Ποιητών και Ποιητριών της Κύπρου. Από τότε έχει περάσει καιρός αλλά όταν θέλω να διαβάσω ένα κομμάτι του εαυτού μου ρίχνω μια ματιά στους στίχους της. Γιατί εκεί μέσα αισθάνεσαι ότι έχουν εγκλωβιστεί η αγάπη, η προδοσία, η χαρά, η λύπη, η μοναξιά όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, οι μικρές και μεγάλες στιγμές μας. Η ποίησή της θα μπορούσε να είναι ο καθρέφτης μας. 
Γεννήθηκε στην Αθήνα και κατοικεί στη Μεγαλόνησο. Από το 1999 που εξέδωσε την 1η της ποιητική συλλογή, μέχρι και σήμερα έχουν περάσει 15 χρόνια και μετρά έξι ποιητικές συλλογές.
1999 «Σχοινιά και Ναυάγια»
2002 «Ένας λόγος για να αγαπήσεις τη Νύχτα»
2005. «Όλες οι μέρες χιόνι»
2008 «Ώρα κάτω από το νερό»
2011. «Μάτια ανάποδα»
2014. «Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει»
Η Ποιητική της συλλογή «Ένας λόγος για να αγαπήσεις τη Νύχτα» πήρε το 2003 το κρατικό βραβείο Νέου Λογοτέχνη.
Αξιοσημείωτη η χρονική ακολουθία των εκδιδομένων της συλλογών. Κάθε τρία χρόνια. Σαν να μας καλεί σε κάποιο γενέθλιο σημαντικό γεγονός, σαν να μας καλεί στην αναγέννηση της. Μας παρασέρνει μας τους στίχους της γιατί όπως χαρακτηριστικά αναφέρει και η ίδια: «Αυτή είναι η επιτυχία της ποίησης να παρασέρνει και όχι να αφήνει απλά αδιάφορο τον αναγνώστη»
Ποιήματα της έχουν μεταφραστεί σε ιταλικά, γερμανικά, αγγλικά και ισπανικά, και ένα ποίημα έχει μελοποιηθεί από τον συνθέτης Γιώργο Θεοφάνους και έχει συμπεριληφθεί στο δίσκο:            Τραγουδώ το νησί μου.
Την κα Χριστιάνα Αβρααμίδου, πρέπει να την ευχαριστήσουμε θερμά, διότι έκλεψε μέρος από τον πολύτιμό της χρόνο και δέχτηκε να απαντήσει στις ερωτήσεις μας.



1. Γεννηθήκατε στην Αθήνα, σπουδάσατε όμως στην Κύπρο και συνεχίζετε να δραστηριοποιήστε στη Μεγαλόνησο. Πως επιλέξατε την Κύπρο; Υπάρχει κάποιος βαθύτερος συνδετικός κρίκος με την δεύτερη αυτή Ελλάδα;
Χ Α: Γεννήθηκα Αθήνα εκεί όπου κατέληξε η οικογένειά μου μετά την εισβολή του 74. Τον πόλεμο δεν τον έζησα αλλά τον βίωσα μέσα από την αγωνία της μητέρας μου να φτιάξει κάποτε ένα ξανά δικό της σπίτι. Την Αθήνα την αγάπησα σαν τόπο μου αφού εκεί μεγάλωσα, εκεί έκανα τις πρώτες φιλίες, εκεί αγάπησα τα γράμματα και το σχολείο. Όταν κάποτε αξιωθήκαμε να επιστρέψουμε στο νησί -εγώ ήμουν 11 ετών- βίωσα το δικό μου ξεριζωμό αφού έφευγα από τον τόπο που εγώ γεννήθηκα.  Την Κύπρο την αγάπησα έντονα και βαθιά για την γαλήνη της, την ηρεμία της και τα βάσανά της και όταν ξένο χέρι μεσολάβησε για να ορίσει τη μοίρα της στον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο (του παραλόγου) που ζούμε βίωσα ένα δικό μου 74 με την οργή, τη θλίψη και την απόγνωση να με κυριεύουν πολύ συχνά ομολογώ.

2. Το 1999 εκδώσατε  την πρώτη σας ποιητική συλλογή με τίτλο "Σχοινιά και Ναυάγια" με χορηγία του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ουσιαστικά τη χρονιά εκείνη σας γνωρίσαμε στα γράμματα. Από τότε έχουν περάσει 15 ολόκληρα χρόνια. Εντοπίζετε εσείς προσωπικά διαφορές στην Ποιήτρια του χθες από την ποιήτρια του σήμερα;
Χ Α : Ουσιαστικά τη χρονιά εκείνη και εγώ με γνώρισα στα γράμματα μέσα στον ευρύτερο κόσμο αφού όλα τα υπόλοιπα  ποιήματα ή πεζά είχαν γραφτεί αποκλειστικά για εμένα και όχι για να τα μοιραστώ (μια άλλη ενδόμυχη και πιο επώδυνη διαδικασία). Διαφορές υπάρχουν πολλές τόσο στην ποιήτρια όσο και στον άνθρωπο. Η μια και έντονη είναι πως το 99 ξεκίνησα παλεύοντας με τη γλώσσα (και το νόημά της) για να στραφώ αργότερα στην απλότητα της που είναι όλη της η μαγεία. Σε ένα κείμενο πρόσφατα ανέφερα πως ξεκινάμε εμείς οι γραφείς μαχόμενοι με τις λέξεις, από άρνηση ακόμα, για να ηρεμήσουμε με τα χρόνια και να καταλάβουμε πως η μαγεία της γλώσσας είναι η απλότητα, πως η πιο αληθινή γλώσσα είναι η  παιδική. Γιατί είναι η αληθινή. Το ακριβή αποτύπωμα του τί αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε. Χωρίς δεύτερες σκέψεις και κοινωνικές κομψότητες. Η ποιήτρια του τότε ήταν δειλή. Η ποιήτρια του σήμερα δεν φοβάται να κρύψει τίποτα πίσω από πολλά πολλά λόγια και παρομοιώσεις. Και θέλω να πιστεύω πως έχει ακόμα πράγματα να πει.

3. Η τελευταία σας Ποιητική Συλλογή:  Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει, (Οροπέδιο) εκδόθηκε φέτος. Θέλετε να αναφερθείτε σ΄ αυτή. Πως σκεφτήκατε να προχωρήσετε στην έκδοσή της;
Χ Α: Η τελευταία μου ποιητική ήταν έκδοση απόφασης. Κάθε 3 χρόνια αν προσέξετε προβαίνω σε αποκαλύψεις. Σε αυτά τα τρία χρόνια από τη δημοσίευση του Μάτια Ανάποδα (την προτελευταία συλλογή) , συνέβησαν πράγματα στη Χριστιάνα που είπε ή τώρα ή ποτέ. Οπότε ήρθε το Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει. Που ήταν ένα προσωπικό στοίχημα. Μπορώ ακόμα να εκφράσω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου; Μπορώ να ταξιδέψω και τον αναγνώστη μαζί μου; Μπορώ να αγγίξω την αγάπη όπως στα 19 μου; Μπορώ να ζήσω την ίδια ένταση και το ίδιο ξεσηκωμό μέσα μου;  Και αποκαλύπτω πως το εσένα σε έχω ξαναγαπήσει με αναστάτωσε όσο καμία άλλη συλλογή. Ήταν η προσπάθειά μου να συναντήσω ξανά κόσμο που έφυγε από τη ζωή υπερπηδώντας το θάνατο.  Από όλες τις απώλειες πιστεύω αυτή που αφήνει ένας θάνατος είναι η πιο σουρεαλιστή. Η απώλεια ήταν πάντα έντονη στην ποίησή μου αλλά το πώς την υπερπήδησα φαίνεται στο Εσένα σε έχω ξαναγαπήσει. Που μαζεύεις σουβενίρ τις αναμνήσεις πια και λες μακάρι όποιος και αν έφυγε να είναι καλά εκεί που είναι.  Αυτό είναι ένα εσωτερικό επίτευγμα.  Κόσμος και πράγματα έρχονται και φεύγουν για να γίνεις αν καταφέρεις με τον καιρό ολοκληρωμένος άνθρωπος. Με άξονα την αγάπη και μόνο.

4. Διαβάζοντας τις Ποιητικές σας συλλογές διαπιστώνω ότι παίζετε με τα συναισθήματα και τις ψυχικές καταστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Η αγάπη, η προδοσία, η χαρά, η λύπη, η μοναξιά, κτλ δημιουργούν ένα ανθόκηπο συναισθημάτων που παρασέρνει τον αναγνώστη. Όταν γράφετε ποίηση σκέφτεστε αυτό. Να παρασύρετε τον αναγνώστη στα μονοπάτια σας;
Χ Α: Αυτή είναι η επιτυχία της ποίησης να παρασέρνει και όχι να αφήνει απλά αδιάφορο τον αναγνώστη. Είναι τόση η ένταση στα μέσα μου την ώρα της σύνθεσης που σκέφτομαι άραγε θα νιώσει το ίδιο και αυτός που θα το διαβάσει; Η άποψη  του αναγνώστη με νοιάζει. Γιατί η ποίηση είναι τέχνη οικουμενική. Δεν γράφουμε για την πάρτι μας. Γράφουμε για να εκφράσουμε όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα που νιώθει ο καθένας. Για να πούμε βασικά, δεν είσαι μόνος. Και εγώ το ίδιο νιώθω όπως εσύ..

5. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε ποίηση; Πότε ανακαλύψατε αυτή την φλέβα να κυλά μέσα σας; Συνέβη κάτι που σας έσπρωξε στην αγκαλιά της;
 Χ Α : Ένα σφίξιμο συνέβη, ένα τρέμουλο, μια ανησυχία ή μια ανάγκη να πω και στον άλλο τι συνέβαινε. Η απλά έμπνευση συνέβη. Μια εικόνα χίλιες λέξεις. Από παιδί γράφω. Στο δημοτικό και μέχρι τα 16 έγραφα μόνο πεζό λόγο. Δεν είχα περιορισμούς στο πεζό λόγο. Είχα ολόκληρο τετράδιο για να πω ακριβώς το ίδιο πράγμα που σήμερα λέω με μόνο 2 στίχους.  Μεταπηδάω στον πεζό λόγο και σήμερα ανάλογα με το τι θέλω να καταπιαστώ.  Λογική ή συναίσθημα.

6. Υπήρχαν περιπτώσεις που ενώ στείλατε ποιήματα για έκδοση, αμφιβάλλατε για την ολοκλήρωσή τους. Θελήσατε να σας τα επιστρέψουν για μια δεύτερη ή και Τρίτη ματιά, για μια αναθεώρηση;       
 Χ Α: Υπάρχουν ποιήματα που μόλις τελειώσουν δεν θέλω να τα ξαναδώ καθόλου και άλλα που φωνάζουν μέσα μου πως θέλουν δεύτερη ματιά και περιποίηση. Αυτό είναι σαν να έρχεται η έμπνευση πλάι μου κάποτε και μόλις φύγει από το παράθυρο τελειώνει το ποίημα και εγώ μένω με χαμόγελο. Άλλες φορές, που με οδηγεί μια σκέψη αντί ένα συναίσθημα, βλέπω ξανά το ποίημα για να το φτιάξω στα μέτρα και του αναγνώστη. Αν δεν καταλάβει αυτός/αυτή, ποιο το νόημα; Αν πάλι είναι κάτι εντελώς προσωπικό, χωράει σκέψη αν θα βγει πια στον έξω κόσμο γιατί θα αφήσει μόνο απορία και αδιαφορία στον αναγνώστη.


7. Όταν τελειώσετε μια ποιητική συλλογή, υπάρχει αγωνία για την τύχη της; Ποιος είναι ο μεγαλύτερος φόβος που αντιμετωπίζεται τότε;
Χ Α: Φυσικά υπάρχει. Είναι σαν να εκτίθεται σε ράφι η ψυχή μου.  Μετά από κάθε έκδοση νιώθω σαν να κυκλοφορώ χωρίς ρούχα ή γυαλιά, ότι είμαι διάφανη και κάποιος μπορεί να δει από μέσα τα πάντα λες και κάνω ακτινογραφία. Είναι τρομαχτικό αίσθημα γιατί οι ποιητές νομίζω είναι χαμηλών τόνων άτομα, τουλάχιστον εγώ ακόμα έτσι είμαι. Η κριτική με βοηθάει πολύ. Μπορεί να θυμώσω λίγο αλλά μετά μου δίνει πολύ τροφή για περαιτέρω δημιουργία.  Κανείς ποτέ δεν ξέρει όμως στα αλήθεια τι θέλει να πει η γιατί γράφτηκε το τάδε ποίημα. Ποίημα από μόνο του είναι η αντίδραση συναισθημάτων που προκαλεί που είναι μαγεία όποια και αν είναι.


8. Σ΄ ένα ποίημά σας  γράφετε:

Τον οργασμό
μπορείς να μιμηθείς
δεν μπορείς όμως
την αγάπη.

Κι όμως έχω την αίσθηση ότι οι ανάμεσά μας υπάρχουν άνθρωποι που στο θέμα της αγάπης παίζουν θέατρο. Μιμούνται. Ίσως κάνουμε λάθος, μα θα θέλαμε εκτενέστερα την άποψή σας πάνω στο θέμα που προκύπτει από τους παραπάνω στίχους.
 Χ Α: Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα μπορείς να τα μιμηθείς. Φόβο, ζήλεια, θυμό, αυτό είναι η τέχνη της υποκριτικής. Την αγάπη μπορείς αρχικά να την μιμηθείς αλλά όχι για πολύ.  Και αγάπη είναι το συναίσθημα που ορίζει ο χρόνος. Όπως τον έρωτα. Σε συνεπαίρνει τα πρώτα χρόνια και η μαγεία του χάνεται αφού γίνεται κάτι πιο βαθύ. Το βάθος αυτό είναι η αγάπη. Που δεν χωράει δυο. Η ανάγκης του άλλου προηγείται των πάντων. Όχι η δική σου, του άλλου. Σε αυτή την πορεία παίρνουν σάρκα και οστά οι λέξεις αυτοθυσία, αυταπάρνηση και  αυτοπραγμάτωση.  Ζεις απλά για να πληροίς τις ανάγκες του ανθρώπου που αγαπάς και γίνεσαι μέσα από αυτό καλύτερος άνθρωπος. Το ίδιο με όταν γίνεσαι γονιός, που παύει το εγώ πια. Την αγάπη την ορίζει ο χρόνος, ούτε η έλξη, ούτε το σεξ, ούτε η συντροφικότητα. Δεν είστε ένα με τον άλλο όπως στην πορεία του έρωτα, γίνεστε δύο που συμπληρώνει το ένα το άλλο.  Είναι όπως σαν παιδιά του Θεού Τον αγαπάμε χωρίς ανταλλάγματα, αυτή είναι μια μαγική αγάπη και μοναδική. Με τον ίδιο τρόπο πρέπει να αγαπάς και τους άλλους. Και η μίμηση αρχικά καλή είναι, σε βάζει σε μια πορεία και μαθαίνεις μέσα από αυτήν τα καλά πράγματα που μπορεί να σου στείλει πίσω. Χωρίς να τα επιδιώκεις φυσικά. Η αγάπη είναι αίσθημα που δεν φεύγει άμα θυμώσεις και βριστείς, σε κάνει να νιώθεις ένα γλυκό βάρος και σε γεμίζει την ανάγκη της συγγνώμης.  Αφού όλα τα άλλα είναι κουροφέξαλα.

9. Πόσο σας βοήθησε η τεχνολογία στην προώθηση του έργου σας; Πιστεύετε στην αναγκαιότητά της ακόμα και στα γράμματα, στις τέχνες;
Χ Α: Πονεμένη ιστορία άστο. Μου σπάνε τα νεύρα οι υπολογιστές και τα κινητά. Τα χω ανάγκη για αυτό.

10.Αισθάνεστε ποιήτρια; Πως είναι να είστε γνωστή σε ένα τέτοιο χώρο; Η καθημερινότητά σας πως είναι;
Χ Α: Νομίζω κανένας ποιητής δεν θεωρεί γνωστό τον εαυτό του. Δεν γράφεις για να γίνεις γνωστός αλλιώς θα γύριζες ταινία.  Είναι αρκετό να σε διαβάζουν αυτοί που αγαπάς. Χαίρομαι πολύ όταν κάποιος μου πει πως με διάβασε, αυτόματα τον νιώθω σαν δικό μου άνθρωπο λες και τον ήξερα από πριν.  Αυτή είναι η μαγεία της ποίησης και είναι μοναδική.
Η καθημερινότητά μου είναι δουλειά, βόλτα το σκυλί, τηλεόραση και πάλι απ’ την αρχή. Άμα αλλάξει αυτό η αλλαγή  με αναστατώνει, κάτι που συμβαίνει όποτε βγει ποιητική. Μου αρέσει η ασφάλεια της ρουτίνας μου. Κάθε αλλαγή για μένα, από την πιο μικρή ως τη πιο μεγάλη, σημαίνει και ένα ποίημα. Σκεφτείτε λοιπόν τι γίνεται τώρα που τρελάθηκε ο καιρός και από ζέστη το ένα λεπτό γίνεται συννεφιά το επόμενο. Απότομα αλλάζει και εμένα όλο μου το είναι και μπαίνω στον κόσμο της δημιουργίας χωρίς καμία προειδοποίηση. Είναι όμως όμορφο το μετά. Νιώθεις να χεις χάσει όλο το περιττό σου βάρος.  Και μπαίνεις στη ζωή φτου και απ την αρχή, πάντα σαν μικρό παιδί.

...



Δυστυχώς κάπου εδώ  τελείωσε και η επαφή που είχαμε με την ποιήτρια κα Χ. Αβρααμίδου. Μέσα στο ελάχιστο διαθέσιμο χρόνο προσπαθήσαμε να διεισδύσουμε στη ζωή της ως ποιήτρια, να γνωρίσουμε μικρές αλήθειες και κυρίως να ακούσουμε τις σκέψεις της. Την ευχαριστούμε για μια ακόμα φορά.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Αβρααμίδου Χριστιάνα, Νίκος Πενταράς


Αγαπητοί αναγνώστες της ποίησης ....μετά τις γιορτές θα φιλοξενήσουμε στις σελίδες μας,
συνέντευξη του ποιητή Νίκου Πενταρά

και της Ποιήτριας Χριστιάνας Αβρααμίδου.