Τετάρτη 19 Μαρτίου 2014

ιστορίες στη βεράντα

Ένας γάτος εκ του λιμένος Αμμοχώστου ορμώμενος
Μπαρκάριζε με λογής καράβια
Επιλογής του ιδίου
Πότε Αγγλογάλλοι τον νταντεύανε
Με ναυλοσύμφωνα που διαρκούσαν μήνες
Πότε καταδεχότανε και της Ασίας το σκαρί
Στ’ αμπάρια μπαινοβγαίνοντας αριστοκράτης.


Συνήθως πλοία προτιμούσε Ευρωπαϊκά
Και γύριζε τη γούνα του
Σε τόπους και συνήθειες αλλοτινές
Ποιος ξέρει ίσαμε πόσες στεριές
Είδαν τα μάτια του
Γάτες Περσικές, Αγκύρας και Σιάμ
Αγάλματα του Βούδα
Που αγαπάει καθώς λένε τα γατιά
Κι ακριβώς δεν ξέρω
Τι μεταφυσικό υπάρχει μεταξύ τους
Κατά τις διηγήσεις πάντα επέστρεφε
Να ξεμπαρκάρει στον ίδιο πάντα τόπο
Όπου ορμώμενος εκ του λιμένος Αμμοχώστου.


Και μ’ έναν πήδο πάταγε στεριά
Γνωρίζοντας πού πρέπει να κατέβει
Να μείνει λίγο καιρό
Να δει γνωστούς
Και γάτες να φιλοφρονήσει
Αν είχε, δε θυμάμαι κάποιο όνομα
Πότε για τελευταία φορά εθεάθη
Μήτε ακριβώς οι διηγήσεις τι θέλανε να πουν
Εμένα με αρκούσε μοναχά εκείνο το ορμώμενος
Εκ του λιμένος Αμμοχώστου…..

Μαρία Θεριστή (βιογραφικά στοιχεία)

Η Μαρία Θεριστή γεννήθηκε στον Άγιο Σέργιο Αμμοχώστου το 1968 Σπούδασε νομικά και δημοσιογραφία στην Αθήνα  Εργάζεται ως δικηγόρος
 Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές
  •  "Υπηρεσιακά σημειώματα" 1999 και
  •  "Ένα τέταρτο νωρίτερα" 2003 
 Συλλογικό έργο
 (2011) Ανθολογία σύγχρονης κυπριακής ποίησης
 

Ωδή στο Θεόφιλο Γεωργιάδη



Την ώρα που 'μπαινε η Ανοιξη
Κυριακή του Μάρτη βράδυ
ψηλά σε κάθισε στο άρμα της
σε δαφνοσκέπασε με χάδι.

Το πνεύμα, σφαίρες δεν το τρύπησαν
διάτρητοι οι στρατοκράτες.
Μελωδικά πουλιά σε ύμνησαν
ευωδιασμένες σκλάβες στράτες.

Φορείς εαρινή κορώνα
πίσω σου φεύγ' η χειμερία.
Ψυχή γενναία χελιδόνα
έρχεσαικάθ' ισημερία.

Παλικαρίσια συ εκράτησες
κατάμονος κλειστόν τον Αδη
την παραδείσια πύλη άνοιξες
Κυριακή του Μάρτη βράδυ.


Μια προδωμένη είσαι θύμηση
στη λευτεριά ο παραστάτης
στο σκλαβωμένο βορινό νησί
αγγέλων φύλακας, προστάτης.

Η ηγεμονία του ʼρητου




Από νωρίς ο ʼρητος ασκήθηκε στα βάρη
τη θέληση του να επιβάλει
με τη δυνατή γροθιά
προτρέποντας τους συντρόφους
να βγουν από την κηδεμονία του γέροντα
που ήταν ηγεμών απάντων.

Μαζί του όμως δεν ετόλμησε ο ʼρητος
ποτέ να κτυπηθεί ευθέως
κάθε του κίνημα πνιγόταν
στη δοκιμασμένη αγάπη των πολλών
πούδιδε προστασία λαϊκή
στον γέροντα αντίπαλο.

Με δόλο εγύρευε ο ʼρητος ο αλαζών
ν' αρπάξει τη στιγμή
που η φρόνηση του γέροντα
θάταν αιχμάλωτη του φθόνου
των εγγυητών φρουρών.

Τότε με σχίσμα αυτοκηρύχθη ηγεμών
συνόρων σφραγισμένων.
Πάντα φοβόταν τη διαρροή
προς τους σιτοβολώνες
των γερόντων διαδόχων.
Η μέριμνα του ʼρητου στα μεγαλεία
την κορώνα, τες γιορτές, τη λαμπαδηφορία.

Αγνόησε την προφητεία:
«Η ηγεμονία του ʼρητου τετέλεσται
σε χρόνια δεκατρία άτροφα».

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

ΕΚΜΗΔΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΝΟ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Βάφω και ξαναβάφω τους τοίχους.
Δεν υπάρχει σπιθαμή
χωρίς ζωγραφιά.
Αφίσες, νωπογραφίες, φωτογραφίες
συνωστίζονται να πληρώσουν
το κενό της απόστασης.
Εισπράττω την ελευθερία του χώρου.

«Το περίσσευμα της σιωπής» (μικρό απόσπασμα)

 «όνειρο και μνήμη»
 
                «Ένα δευτερόλεπτο μνήμης

                συναγερμοί ονείρων».
 
............
                Σε διάπλου ονείρου

                ταξιδεύω

                με καράβι αρχαίο

                συναντώ βυζαντινά τρόπαια.
................

       
                Όνειρος έσερνε το χορό

                μέσα στο άδειο σπίτι

                Από κοντά τ’ αδέλφια του

                ο Ύπνος κι ο Θάνατος.

[αφανίζοντας την ελπίδα] / Ηλιοφώτου Ανδρεανή

..«αφανίζοντας την ελπίδα
                της προσμονής πνίγοντας

                τις νοηματισμένες λεπτομέρειες

                των καιρών, των ονείρων».

Δήλωση της μάνας του Γρηγόρη Αυξεντίου λίγο πριν πεθάνει Ή ωδικά πτηνά υπερίπτανται της Αθήνας


Στη μνήμη του Γιώργου Τσικουρή

Δηλώνω υπεύθυνα
πως για το δικό μου χάλι
ευθύνομαι μόνη εγώ
η μαραζωμένη Αντωνού Πιερή Αυξεντίου.
Σε λιβάδια άνυδρα
η απόγνωσή μου σε αόμματης
εποχής εικοσιτετράωρα λάμπει.

Παλιότερα
ο χρόνος σε μυρωμένα γιασεμιά
εκάθετουν και τώρα εννόησα
τι φρίκη ανάγλυφη κουρνιάζει
μέσα μου
καθότι φθόγγοι ξεκολλάνε
από τη γλώσσα μου
Αμμόχωστος
Κερύνεια
Πενταδάκτυλος

Περιστερώνα
Μια Μηλιά
Κυθρέα.

Τι κοτσύφια παρδαλά
μου λέτε πως περνάνε πάνω
απ' την Αθήνα;

Βουλιάζει ο τόπος.

Ο Σολωμός Σολωμού στη μνήμη μιας γυναίκας

λέξεις που έρχονται σε όνειρο
η μνήμη μιας πατρίδας
σε άλλη εποχή ένα τοπίο ανάγλυφο
χωρίς τη θάλασσα τα όστρακα
κι αυτός με το μονόκλ ακάλυπτος
και το παιδί που σκίζει τη φωτογραφία κλαίγοντας
χωρίς να ξέρει γιατί
είναι λέξεις και λέξεις
γνωστές και άγνωστες που έρχονται
στον ύπνο ύστερα τις ξεχνάς
είναι λέξεις του Σολωμού και του Κάλβου
λατρευτής του ήλιου
και γλυκεία ελπίς
που έρχονται από άλλη γλώσσα
στο Λονδίνο στη Γενεύη
στο Παρίσι και στην Κέρκυρα
όταν στην Αθήνα αργόσχολοι
μελετούν μια ουτοπία
λέξεις που τις βρίσκει κανείς στα λεξικά
λέξεις που τις ακούς στο σινεμά
λέξεις που τις ψιθυρίζει η κυρία Όλγα
για τον Σολωμό Σολωμού
ελευτεριά και θάνατος
που της ήρθε πολύ κρίμα
για τον κυπριώτη
λέξεις που τις πληκτρολογείς στο κινητό
στη μαύρη νύχτα κι έρμη
λέξεις που τις ψιθυρίζουνε διπλωμάτες
για το αναθεματισμένο νησί
λέξεις κοινόχρηστες
νταβατζής κοβάλτιο εξόρυξη
και τραπεζίτες με παρενδυσία

λέξεις πέτρα χρυσή ξερό χορτάρι
στην ολόμαυρη ράχη

η Μαρινα των Μπαρ

Φεύγεις και δεν φεύγεις
πηγαίνοντας πού
απαράλλαχτη αχτίδα
πλάι σε πολυβολεία
αλλόκοτη φεύγεις και δεν φεύγεις
μετρώντας ηλιοτρόπια και
το κίτρινο της ακακίας·
κατά μήκος το ποτάμι
μ’ ευκαλύπτους ένθεν και ένθεν,
τα φωτάκια των μπαρ
ασημίζουνε τη νύχτα
και τα σκοτεινά περάσματα
των φυλακίων.
Η Μαρίνα των μπαρ ωραιότερη
έχοντας τώρα ερωτευθεί
την πανσέληνο.
Η πλειοψηφία του θανάτου
χρόνια πριν χρόνια ύστερα
ξανά και ξανά
έως ότου μετατοπίστηκε το μοβ
κι αυτό προς τα πολυβολεία·
βουτώντας το κεφάλι στο μαύρο
άναψαν κεριά της λύπης
φωτίζοντας δέντρα πρασινωπά
όπως το κυπαρίσσι ή το πεύκο,
στο βάθος διάφανο το βουνό
στον ύπνο σου-
Μαρίνα των μπαρ αποκοιμισμένη
τουλίπες και κυκλάμινα
ωποσδήποτε φέγγανε την ευωδιά
της μνήμης και την επέτειο
της εν Κύπρω καταστροφής σου.

Νεφέλη


Ποια μπόρα σ' έχει ρίξει
μέσα μου

και χρόνο με τον χρόνο ριζώνεις

πιο βαθιά στην κάθε μου ίνα

στο κάθε αιμοσφαίριό μου -

τραγούδι δαιμονισμένο

ανάγλυφη πληγή η αφή σου

στροβιλιζόμενη σκέψη

επίμονα με καθηλώνει,

το πείσμα σου

κάθετος βράχος

που ρίχνεται μέσα στη θάλασσα

τα μάτια σου σε διαστολή

κάτω από κραδασμούς ηλεκτροσόκ

ενεδρεύουν αδυσώπητα

και θλιμμένα το σκοτάδι,

προσποιούμαι τον ανήξερο

ένας αδαής σαλτιμπάγκος

κι η διεισδυτικότητά σου

με ξαφνιάζει

ουρλιάζω στην ανυποψίαστη αίσθηση

της απουσίας σου, 

κάτω από αψίδες μια άχρονης

ελευθερίας μετακινείσαι και

μετατοπίζεσαι μέσα μου κορίτσι

κάτω απ' τις λεύκες αυλής

ερειπωμένου σπιτιού μεταλλάσσοντας

το σκοτάδι σε φως

την οδύνη σε τραγούδι

κρατώντας τα χρόνια της εφηβείας σου

κάτω απ' το χώμα

σε λήκυθο υπόγεια

να τρέχει το αίμα σου

στις φλέβες μου μέσα.

Στο γκρίζο φως

Ο θρυμματισμένος κόσμος
της Κύπρου
κι οι τελευταίες λέξεις
του Τσέζαρε Παβέζε
«δεν θα ξαναγράψω πια»

Στη Σαλαμίνα και στην Έγκωμη
η κατάστικτη σελήνη
μέσα στην παγωμένη νύχτα,

ανασαίνουμε το σκοτεινό
ρίγος της άνοιξης

Οι λέξεις

Ξερίζωσε από μέσα μου όλες τις λέξεις
δώσε τους μια όποια σημασία
κι ύστερα προσπάθησε να τις βάλεις πάλι
με μια δική σου τάξη μέσα μου.

Ωστόσο εγώ θα επιμένω να λέω
την ελευθερία ελευθερία
το φόνο φόνο
την ενοχή ενοχή
μ' ένα πείσμα τρελού που σκαλίζει
στον τοίχο τ' όνομά του
με τα νύχια.

η θλίψη του απογεύματος

Στον Λευτέρη Παπαλεοντίου
 
Είναι το ρημαγμένο Δημοτικό Σχολείο
στην Αγία Τριάδα
με τις ετοιμόρροπες αίθουσες διδασκαλίας
είναι οι άδειοι μαυροπίνακες

και το πέτρινο σιντριβάνι
χωρίς νερό
στην αυλή του·
μόνο ο μικρός ποδηλάτης
ανεβαίνει
στους έρημους δρόμους
πατώντας τα πετάλια του χρόνου
μέσα στη θλίψη του απογεύματος -
πλάι στις ξύλινες αγελάδες

που κρύβουν το ψηφιδωτό δάπεδο
με τα γεωμετρικά σχήματα
και τ’ άνθη από υακίνθους
κανείς δεν το βλέπει
έτσι που ανεβοκατεβαίνει μέσα στους έρημους δρόμους
το παιδί με ξανθά μαλλιά
που τ΄ ανεμίζει
ένας θλιβερός άνεμος

Έκθετο / Ζαφειρίου Λεύκιος


Έρχομαι μέσα από σταχτί σύννεφο
και κοράκια σκίζουν την ατμόσφαιρα

ουρλιαχτά τρυπάνε

τη χωρίς σελήνη έρημη νύχτα.

Το ταξίδι της παιδικής  ηλικίας

σε ξυλοπάπουτσα σταματημένο

λυπητερό όνειρο στην παγερή

εγκατάλειψη της πλήξης -

είμαι κόκκινο σημάδι

κόκκινη φλόγα

κατέχω τα μυστικά της ελπίδας

μέσα στην έσχατη απελπισία

είμαι ο μιγάδας άγγελος των φτωχών

ο διαρρήκτης του δημόσιου χρήματος

στα μάτια μου δάκρυα από

την Παλαιστίνη και την Κύπρο

σπαθίζοντας τη βαναυσότητα

των ημερών μου -

είμαι αλήτης απίθανα ωραίος

στη νεκρή πολιτεία των νόμων

ο σαλταδόρος

που με τη σφενδόνη παραβγαίνει στα τανκς.

Είμαι η φωτιά και το σύννεφο

είμαι το άσωτο τραγούδι

που βουίζει στους κροτάφους του χρόνου

σαν εγερτήριο σάλπισμα

η χωρίς αφοσίωση

ελευθερία του ανθρώπου

μέσα στον χρόνο

είμαι τίποτα και όλα

στην ευλογία της ζωής

και στο αγγελικό μονοπάτι

της ύπαρξης.