Κυριακή 2 Μαρτίου 2014

Χαμένες μέρες

Χαμένες μέρες του καλοκαιριού κλεισμένοι στα δωμάτια
ν' αντιπαλεύουμε τον άχρηστο εαυτό μας
και να μετράμε τις παλιές οδοιπορίες των πανσελή­νων
στα δολοφονημένα δάκτυλά μας
μικρή μου Ευτέρπη, Ρέα εργόχειρό μου,
κι εσύ αφροδίτη ελευθερία των άλλων ιδεών μας
τότε π' ανθούσε η άνοιξη στα βλέφαρά μας.
Γιατί περνά σαν το νερό η ζωή
και φράζεται στην ηλικία των άμισθων καιρών
που ζούνε με παραχωρήσεις;

Σάββατο 1 Μαρτίου 2014

Τριλογία / Λάβαρη Μαρία

Α.


Το τραγούδι
πικρό βγαίνει απ’ τα χείλη μου.
Δεν έχω
φως
να τραγουδήσω.
Ψάχνω να βρω
το όνομα
που σβήστηκε στη νύχτα.
Ψάχνω να βρω
ένα βουνό
να το ρωτήσω
για τα κουφάρια
που χώνεψε
μέρες και νύχτες
μες στην αγκάλη του.
Για τα μαχαίρια
που κάρφωσαν
οι άπιστοι στην παλάμη του.

Β.


Έλαμψε μια νύχτα
στο μέτωπό του το φεγγάρι.
Ζήλεψαν τ’αστέρια
τη νιότη του.
Στη θάλασσα
ο γλάρος τον θρηνεί
με το βουβό τραγούδι του.
Και στη στεριά
το σύννεφο
δακρύζει.
Ο ήλιος ψάχνει να τον βρει
ταξιδεύοντας μέρες και νύχτες.
Ατέλειωτος κύκλος
χωρίς νόημα.
Δεν έχει πια φως
και ήλιο η καρδιά του.

Γ


Οι νεκροί
Δεν μεγαλώνουν.
Στέκουν ακίνητοι στη μνήμη μας
και περιμένουν.


 (από την ποιητική συλλογή «Χρονικό 1974»)

21 Σεπτεμβρίου 1999 Τρίτη / Λάβαρη Μαρία



Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε το αστέρι.
Η κορυφή του κυπαρισσιού
λύγισε
προσπάθησε ν’ακούσει καλύτερα.
-Με τ’αεράκι που φυσά.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η πεταλούδα.
Με τ’αγκάθια στη ράχη τους
απάντησε ο σκανζόχοιρος.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η νύχτα.
Με τα φαντάσματα στα
παραμύθια της γιαγιάς.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε το πηγάδι.
Με το νερό και την λάσπη.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η κουκουβάγια.
Με τη γνώση.
Πώς μεγαλώνουν τα παιδιά;
Ρώτησε η άνεμος.
Με την αγάπη
Απάντησε το χαμομήλι.



 (από την ποιητική συλλογή «Το βουνό»)

Φθινόπωρο / Μολέσκης Γιώργος

Κρεμάσαμε τα μάλλινα στον τελευταίο ήλιο,

τα φορέσαμε Κυριακή πρωί και βγήκαμε στη

    θάλασσα.

Πίσω από μια πέτρα, κρεμασμένο σ' ένα αγκάθι

ήτανε το φθινόπωρο.

Το χαιρετίσαμε και γυρίσαμε σπίτι.

Φορέσαμε τις έγνοιες μας, τη φτώχεια μας,

πήραμε τη στεγνή μας γλώσσα

και περιμέναμε το ρυθμό της βροχής

που βάραινε με την αργοπορία της.

Καλοκαίρι της Λάρνακας / Μολέσκης Γιώργος



Το φως αυτό που καίει τη θάλασσα

ποτάμι χύνεται από την παραλία

και την πόλη καταβρέχει.



Γυμνό γυρίζει μες στους δρόμους,

ανακατεύεται με μαγαζάτορες,

εμπόρους, πλανόδιους πωλητές,

με τραπεζιτικούς και ταχυδρομικούς

κι άλλους λογής λογής υπάλληλους.



Πίσω ακολουθεί κι η θάλασσα

σέρνοντας τους παρδαλούς αποδημητικούς της εραστές.



Όλων τα σώματα υγρά, φωτίζονται

ως το αίμα και την ψυχή τους.

Και βλέπεις να γυμνώνονται τα σώματα

ως τα απόκρυφά τους μέρη

συχνά αποκαλύπτοντας τέλεια ομορφιά,

θεοποιημένη με το φωτοστέφανο του ήλιου

και λατρεμένη από αμύητους και μυημένους

χωρίς καν να φοβούνται τι ψυχή θ' αποκαλύ­ψουν

πίσω από τούτη την τέλεια σάρκα.



Από τη θάλασσα εκκινά, στη θάλασσα επιστρέ­φει

το φως αυτό. Μαζί της στο βυθό ξαπλώνει

και τρέμει βλέποντας τον κόσμο να βυθίζεται

    μες στο σκοτάδι.

Παλιά γειτονιά / Μολέσκης Γιώργος

Σε κάθε αυλή υπάρχει κι ένα δέντρο

που ανεβαίνει πάνω από την τελευταία στέγη.

Σε κάθε αυλή ζει και μια γριά

που για χάρη της το δέντρο κάθε βράδυ

κατεβάζει το φεγγάρι στην αυλή.



Θα 'θελε το δέντρο να 'ναι κι ένα παιδί

και θα κατέβαζε για χάρη του τον ήλιο.

Τον ήλιο τον ίδιο, μέρα μεσημέρι, πάνω στη

    δόξα του

κι ας καίουνταν όλα,

κι ας έμενε μόνο το δέντρο, ο ήλιος και το παιδί

να ξαναχτίσουνε τον κόσμο.


Το μπαλκόνι / Μολέσκης Γιώργος

Μπαλκόνι κρεμασμένο από τον ουρανό μες στο

    πρωί

από τις αχτίνες του ήλιου. Στέκει εκεί,

με το ρυθμό παλιάς αρχιτεκτονικής, ανάμεσα

στο μπετόν και το γυαλί που βιαστικά τρώνε την

    πόλη.



Κόσμος φαγωμένος από το τσιμέντο, στυφός

βιαστικά περνά από κάτω δίχως να το προσέχει.

Κάποτε κάποιος απορεί που στέκει ακόμα,

που δε βαρέθηκε να στέκει, που δεν υποχώρησε

μέσα στο σπίτι με τα κλειστά παράθυρα

όπως τα έπιπλα, τα υφαντά και τ' άλλα,

πορτρέτα, χειροτεχνήματα, ρολόγια

που μετρούσανε έναν άλλο χρόνο,

όπως τους ανθρώπους, που δεν βγαίνουν πια

    καθόλου στο μπαλκόνι.

Μαρία Ολυμπίου (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στην Λευκωσά και σπούδασε Δημοσιογραφία- Δημόσιες Σχέσεις. Εργάζεται ως Εκπαιδευτικός. Στα γράμματα την συναντάμε το 2005 όταν με το μυθιστόρημα  «Επικίνδυνη Δημοσιογραφική Αποστολή» παίρνει το κρατικό βραβείο. Εκπαιδευτικά προγράμματά της που αφορούν στη λογοτεχνία και την περιβαλλοντική εκπαίδευση έχουν βραβευτεί από το Commonwealth Association for Science Technology Mathematics Education (CASTME).
Συνεργάζεται με τα περιοδικά « Παιδική Χαρά» (παιδικό περιοδικό / σελίδες ποίησης), «Οικολογείν » (ελληνικό περιβαλλοντικό περιοδικό )
 Εκτός από το μυθιστόρημα, ασχολήθηκε με το παραμύθι  και το 2008 εκδίδει και την ποιητική συλλογή: «Κυριακές»

Πιο συγκεκριμένα: 



τα έργα της κατανέμονται όπως παρακάτω :



Μυθιστορήματα



  • «Επικίνδυνη Δημοσιογραφική Αποστολή» (κρατικό βραβείο 2005)
  • «Δήμαρχος για κλάματα» 2006
  • «Κυνηγοί φαντασμάτων» 2006
  • « Με ναργιλέ σβησμένο» 2009



Παραμύθια

  • «Γιατί οι κότες δεν πετάνε;» 2007 (Ibby Honour list 2010)
  • «Γιατί οι κότες δεν κελαηδάνε;» 2009
  • « Γιατί οι κότες είναι κουτσομπόλες;» 2009


Συλλογές διηγημάτων 
  • «Ο τίγρης στο κλουβί» (Α’ βραβείο ΚΣΠΝΒ 2006 )
  • « Μαϊντανός στο δόντι σου» 2007


Ποίηση
«Κυριακές» 2008


ιστότοπος: http://mariaolymbiou.blogspot.com.cy/

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΕΛΠΙΔΑ


'Ηταν οι νύχτες μου γεμάτες, αστέρι καλοκαιρινό
μονάχο όνειρο καρδιά μου σύντροφο τον αυγερινό
Μα ήτανε βαθύ πηγάδι ,κι ήτανε το νερό γλυφό
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι το δάκρυ κυλισε κρυφό
Και του περιστεριού η φτερούγα ,ήταν σπασμένη απ την πληγή
κι έμεινε τ'όνειρο στην ρούγα στην αρνηση και την φυγή
Ο στεναγμός είν πεπρωμένο το όνειρο το χθεσινό
Που σημερα καρδιά χαμένο και ξεχασμένο απ τον καιρό
Θλιμένο το χαμόγελό σου κι η θύμηση του συντροφιά
πριν το ηλιοβασίλεμά μας ηρθε με βρηκε η σκοτεινιά .
Μα συντροφιά έχω και πάλι τ'αστέρι που καθοδηγεί
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι ως την επόμενη αυγή .
Τώρα η ώρα του “αντίο” καρδιά μου πρέπει να στο πώ
κλείνει η πόρτα μου στο “ίσως” αφού δεν λές το “σ'αγαπώ”
Δεν ωφελεί να επιμένω για μια ανέλπιδη ευχή
που ανεκπλήρωτη μου μένει δίχως καμιά καινούργια αρχή
Μιλω εγώ κι εσύ σωπαίνεις κι ανάμεσα μας η σιωπή
βαρειά που τ'όνειρο σκοτώνει κι αφηνει την πληγή νωπή .
Σαν όμως ο καιρός διαβαίνει μια μέρα θα επουλωθεί
την λησμονιά ξανά να φέρει μ'ένα λουλούδι που θα ανθεί

Τέσσερις εικόνες / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου



Βρεγμένη ημέρα
με τα μαλλιά να στάζουν
κρύες σταγόνες.


'Εφυγε ο άνεμος
η φύση σιώπησε
μέρεψ' η πλάση.


Κυλάει γλυκά
νερό στο ποταμάκι
τραγούδι λέει


Στο μαξιλάρι
έγειρε κουρασμένη
η μέρα πάλι.

Αναχώρηση / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου

φεύγει η βροχή.
Σ' αλαργηνό ταξίδι
παίρνει τις σκέψεις. 

Ο Γκρηγκόρυ



Το χέρι μου ίδρωσε γύρω στο πιστόλι. Η κυκλική αφή της σκαντάλης μού ’σκαβε το δάχτυλο.
Αντίκρυ ο Γκρηγκόρυ έτρεμε. Ολάκερος παρακαλούσε: «Μη!» Μόνο το στόμα του δεν μίλαγε. Τα χείλια του κλειστά. Στη θέση του θα τα ’νοιγα, θα βλαστημούσα, θα ’βριζα. Οι άντρες γύρω παρακολουθούσαν...
Ψες, στη λιγόλεπτή μας σύναξη, είχανε πει τη γνώμη τους: «Ναι, είναι λυπηρό, αλλά...» Η διαταγή ήταν ρητή: «Ευθύς ώς αγγελθεί ο απαγχονισμός του ημετέρου Αντωνίου, ο όμηρος Γκρηγκόρυ θα εκτελεσθεί, ο δε
νεκρός του, εν στολή, θα κρεμασθεί επί πασσάλου...» και λοιπά. Δεν ήτανε η πρώτη μου φορά, σ’ αυτό τον κλεφτοπόλεμο, που θα  εκτελούσα έναν όμηρο. Είχα αποκτήσει πείρα και ο τομεάρχης μού ανέθετε συχνά αυτές τις υποθέσεις. Η περίπτωση «Γκρηγκόρυ» ήτανε η πέμπτη. Μετά την πρώτη εκτέλεση, θυμάμαι, έκανα εμετό. Τη δεύτερη, μ’ έπιασε αναγούλα κι ένας πονοκέφαλος που κράτησε ώρες. Την τρίτη ήπια μια μπουκάλα ρούμι. Την τέταρτη δυο ποτηράκια μπύρα. Το ’ριξα στο καλαμπούρι: «Κακό ξόδι θα ’χει ετούτος με τα γουρλωμένα μάτια...» Σήμερα, που να πάρει, ήταν ν’ ανακαλύψω πως δεν είχα ολότελα
αγριέψει; Κι αυτό στην πιο ακατάλληλη στιγμή, μου χάλαγε το κέφι να κάνω το καθήκον μου.
Γιατί αυτός εδώ ο Γκρηγκόρυ είναι τόσο μίζερος κι ασήμαντος,
μια στάλα πράμα, πανάθεμά τον. Αφού και σήμερα ακόμα, το πρωί, μόλο που τ’ άκουσε στο ραδιοφωνάκι πως ο Αντωνίου εκτελέστηκε, ήτανε βέβαιος πως θα του χαρίζαμε, λέει, τη ζωή γιατί για μήνες τρωγοπίναμε αντάμα..

«Όσοι τρώνε», λέει, «απ’ την ίδια καραβάνα και πίνουν απ’ το ίδιο παγούρι, ο κόσμος να χαλάσει μένουν φίλοι». Κι άλλα παρόμοια... Πως ήταν αγαθούλης το ’χαμε μυριστεί από την πρώτη κιόλας μέρα που μας τόνε πακέταρε το αρχηγείο σαν όμηρο. Ο φιλαράκος που τον φύλαγε ήτανε σουρωμένος για καλά κι αποκοιμήθηκε. Εμείς οι άλλοι είμασταν σ’ αποστολή. Όταν γυρίσαμε, ο Γκρηγκόρυ κάθονταν αντίκρυ στον κοιμισμένο αντάρτη και ξεφύλλιζε ένα περιοδικό. «Γιατί βρε Γρηγόρη δεν το ’σκασες;» ρωτήξαμε καλαμπουρίζοντας αργότερα. «Πού να πας μ’ αυτή την παγωνιά; Καλά είμαι δω».
Άρχισε η καζούρα «Πράγματι! Το περιβάλλον μας εδώ είναι μαγεία...» «Δεν ειν’ άσκημα. Οι δικοί μας οι στρατώνες είναι κόσκινο. Βάζουν από παντού...» Ρωτούσαμε συχνά για το κορίτσι του. Χαμογελούσε.
«Η Μαρία είναι φίνος άνθρωπος» μας έλεγε. «Πριν τήνε πάρω ήταν αρρεβωνιασμένη μ’ ένα παλιοτόμαρο. Την είχε παρατήσει για μιαν άλλη. Ύστερα απ’ αυτό κανένας στο χωριό δεν έλεγε να τη
ζητήσει. Δεν χάνω ευκαιρία. Πως ήτανε δεύτερο χέρι; Κουταμάρες! Χωριάτικες ιδέες φίλε μου... Ήταν όμορφη, καλόψυχη. Τι άλλο να ’θελα; Κάθε φορά που πέρναγα απ’ το μποστάνι της δεν με φόρτωνε
πεπόνια, αγγούρια; Κλέβω το λοιπόν κάμποσα ζαρζαβατικά και τα λοιπά, της τα πηγαίνω. «Μαρία, από τώρα θα σε φροντίζω εγώ!»Την πήρανε τα κλάματα. Και μένα. Άσε που έκτοτε με τάραξε στη
ζήλεια... Δεν μ’ άφηνε ούτε στης μάνας μου να πάω. Ώς τη μέρα που επιστρατεύτηκα δεν μ’ άφησε να ξεκολλήσω απ’ τα φουστάνια της. Άλλο που δεν ήθελα εννοείται...» Τις ιστορίες του τις διηγόταν με τα ίδια λόγια πάντα, πάντα με τις ίδιες στερεότυπες χειρονομίες. Τελειώνοντας γελούσε κι έχωνε τον λαιμό του παγουριού στο στόμα. Είχε δε μια γλώσσα!... Αμ’ αρχινούσε τελειωμό δεν είχε. Ακούγαμε, χαζογελούσαμε,
καλαμπουρίζαμε. Μόνο καμιά φορά, καθώς μας έλεγε τα οικογενειακά του, σοβαρεύαμε: «Ώστε κι ελόγου τους, στον τόπο τους, τις ίδιες σκοτούρες;! Δες μωρέ!»
Ο Γκρηγκόρυ, εκτός από τη φλυαρία, είχε κι άλλα προσόντα.
Ήταν θαυμάσιος μάγερας. Μια φορά μας έφτιαξε κάτι μηλόπιτες,
γλείφαμε τα δάχτυλα. Τα κατάφερνε και στο βελόνι. Όλα μας τα
κουμπιά αυτός μας τα ’ραβε. Μπάλωνε τα ρούχα, μάνταρε τις
κάλτσες, μας σιδέρωνε, μας έπλενε... Το κάνει, διάολε, η ψυχή σου να σκοτώσεις τέτοιο φίλο;
Μπορεί να λεγόταν Γκρηγκόρυ, μπορεί οι δικοί του να κρεμάσαν τον δικό μας, μπορεί ν’ αφήσαμε γυναίκα και κουτσούβελα για να τους πολεμήσουμε, μα πώς να το κάνουμε; Ήτανε φίλος μας, μας
αγαπούσε! Τις προάλλες δεν είχε σκοτώσει με το χέρι ένα σκορπιό που ανέβηκε στο σβέρκο μου; Μπορούσε κάλλιστα να τον αφήσει να με ’ξαποστείλει.
«Ευχαριστώ, Γρηγόρη!»
«Τον Θεό που μ’ έπλασε...»
Ψες η διαταγή μάς ήρθε κεραμίδα. Να εκτελεστεί, λέει, ο Γκρηγκόρυ και να κρεμαστεί, εν στολή, σε τηλεγραφόξυλο για παραδειγματισμό.
Κατεβήκαμε όλοι στο κρησφύγετο. Εκείνον τόνε στείλαμε απάνω να μας πλύνει κάτι εσώρουχα.
«Δεν είναι δίκιο...»
«Τι ’ναι δίκιο;»
«Το καθήκον!»
«Σκατά!»
«Σαν τολμάς μην το κάνεις. Θα σε δικάσουν ερήμην και μετά...,
ωρεβουάρ!»
Αυτό να μου πείτε! Δίκιο είναι να σώζεις το πετσί σου. Αυτό μάλιστα, πιάνει! Ή το μάτι σου ή το μάτι του. Το δικό του βέβαια κι ας είναι ο Γκρηγκόρυ που τρώγατε απ’ το ίδιο πιάτο και σου
ξεβρομίζει τώρα τα λερωμένα σου. Τι να γίνει; Αυτά έχουν οι «αγώνες». Είδαμε και χειρότερα. Ορίσαμε την ώρα. Για τώρα. Δεν του ’παμε τίποτα σα γύρισε απ’ τη μπουγάδα. Κοιμήθηκε ήσυχα. Ροχάλισε για τελευταία φορά. Το πρωί, άκουσε τα νέα στο
ραδιόφωνο, μας είδε σκεφτικούς και σώπασε.
Στάθηκε και μας κοίταγε κι ακόμα μας κοιτά, αποβλακωμένος.
Τώρα θα πατήσω τη σκαντάλη, μια μικρούλα σφαίρα θα σκίσει
τη ρώγα του βυζιού του, τη νύχτα μπορεί να μην κοιμηθώ, μα το
πρωί θα ξυπνήσω...
Ο Γκρηγκόρυ ψιλιάζεται τι σκέφτομαι. Απλώνει το χέρι, ρωτά:
«Αστειεύεις, φίλε! Δεν αστειεύεις;»
Τον γάιδαρο! Του αξίζει ή δεν του αξίζει να τον ξεκοιλιάσεις; Αυτό διάλεξες μωρέ να ρωτήξεις τέτοια ώρα; Αυτό απ’ όλα; Εδώ η καρδιά είναι μπαρούτι κι αυτός ρωτάει αν κάνουμε αστεία! Κάνει κανείς αστεία με τέτοια πράγματα βρε ζώον; Και του λόγου σου, σα φίλος, γιατί δεν βοηθάς, να μας διευκολύνεις, έτσι λιγουλάκι;
Να σε ξεφορτωθούμε με πιο λίγες τύψεις; Αν αγρίευες, αν έβριζες
Χριστούς και Παναγίες, αν προσπαθούσες να το σκάσεις, θα ’ταν
ευκολότερο για όλους. Και για σένα!
Ενώ τώρα; Τώρα, κύριε Γκρηγκόρυ, θα πληρώσεις μαζεμένες τις βλακείες σου: γιατί δεν έφυγες τη μέρα που κοιμήθηκε ο φρουρός· γιατί δεν το ’σκασες χτες βράδι που σε στείλαμε ολομόναχο για πλύση
απάνω, επί σκοπού το κάναμε βρε χάννο γιατί δεν μ’ άφησες να πάω απ’ το κεντρί.
Λοιπόν, μην έχουμε παράπονα. Το κρίμα στο λαιμό σου...
Ε! ε!... Τι τρέχει τώρα;
Ο Γκρηγκόρυ κλαίει... Τα δάκρυα ξεχειλίζουν, τρεχολογούν οι μύτες, κατεβαίνουν στα φρεσκοξουρισμένα μάγουλα. Γυρνάει το πρόσωπο, το μέτωπο στον τοίχο. Η ράχη του χοροπηδάει απ’ τους λυγμούς. Τώρα ’ναι η ώρα, η ευκαιρία. Τώρα που ξέρει πια πως δεν υπάρχει λύση άλλη και μας γυρνά την πλάτη.
Πιέζω τη σκαντάλη. Ένα τράνταγμα. Και δεύτερο. Αμέσως ύστερα η ράχη σταματάει το χοροπήδημα. Θαρρώ τον έχω αποτελειώσει... Ήταν εύκολο! Μα ξαφνικά ξεσπάει, τα χέρια του χτυπούν τον τοίχο, να
τον ρίξουν, λέει:
«Όχι, όχι, όχι...»
Γυρνώ στους άλλους. Περιμένω να μου γνέψουν: «Φτάνει!»
Νεύουνε: «Τι κάθεσαι μωρέ;»
Ξαναπατάω τον δράκο
Η σφαίρα τόνε βρίσκει στο σβέρκο. Το αίμα τινάζεται. Ο Γκρηγκόρυ γυρνάει, τα μάτια του κόκκινα. Ορμάει κατά πάνω μου, βαράει παντού, όπου βρει, στα τυφλά.

«Σας μισώ, σας μισώ...»
Άδειασα το πιστόλι. Έπεσε κι άρπαξε τις κνήμες μου. Σα να’θελε να κρατηθεί. Ξεψύχησε μ’ ένα σπασμό, το στόμα, τα ρουθούνια του γιομάτα αίμα. Ίδια κι οι αρβύλες μου κι οι κάλτσες μου.
Μείναμε ασάλευτοι να τον κοιτάμε. Όταν συνήλθαμε σκύψαμε απάνω του, να τον σηκώσουμε. Τα
χέρια του είχανε ξυλιάσει, δεν ξεκολλούσανε απ’ τα ποδάρια μου. Τα ’χω ακόμα τα σημάδια... Κόκκινα και βαθιά, σάμπως να τα ’σκαψε μαχαίρι.
«Να τόνε ντύσουμε; Κι άντε μετά να βρίσκεις στύλο», γκρίνιασαν οι άντρες.
Γύρισα και τους κοίταξα.
«Κιοτήδες!» Χαμηλώσανε τα μάτια. Σώπασαν.
«Λοιπόν;»
«........»
«Σκάφτε τον τάφο».
Ούτε την άλλη μέρα, ούτε την παράλλη, ούτε καμιά φορά το αρχηγείο δεν μας ζήτησε αναφορά. Ήτανε σίγουροι οι κύριοι πως είχαμε συμμορφωθεί και τον κρεμάσαμε στον πάσσαλο, εν στολή...
Ούτε και γνοιάστηκαν να μάθουν τι ’χε απογίνει τέλος πάντωνο όμηρος Γκρηγκόρυ: Πέθανε ή ζει;

"Εν παρενθέσει..." (απόσπασμα)

α:

Μες στη φωτιά
(δεν αγαπάνε, βλέπετε, αυτά!)
τη ζηλευτή τους ζούνε ειρήνη τα ορυχτά

Απ'τα φυτά κι απάνω αργά, οκνά
η σκάλα της αγάπης αρχινά
κι όλο ανεβαίνει:

Χρώμα
             Πείνα
                       Λόγος
                                   Κι ένας Πόνος
που όλο και βαθαίνει

Τα μάτια των ανθρώπων καίνε προς τα μέσα
στην αφανέρωτη μεριά η φλόγα ασθμαίνει

(Την πείνα της αγάπης ο Γολγοθάς χορταίνει).



γ:

Σε μια στιγμής αγάπης
εγνώρισα το βάρος της αγάπης
φόρεσα το χρυσόμαλλο πανάρχαιο δέρας

(Οι καρδιές μας παραδείσια απόμωρα πουλιά
που τα φτερά τους τόσο επλούμισαν
που πια δεν τα σηκώνει ο αέρας).



ζ:

Τι όμορφη που έγινες
μεμιάς
ασάλευτη, γυμνή, μπροστά μου
σιωπηλή
σαν αίνιγμα μαρμαρωμένο
εμπρός στη λύση του

Ωσανά!

(Αργότερα
σαν ντύθηκες και μίλησες ξανά
Ξύπνησα απ'τις πλάνες του αμύητου).



ιε:

Έρωτα του λοιπού, καλή μου,
το χειμώνα, μόνο καταχείμωνα,
συγκεκριμένα
στ' αφόρητο κρύο
και τα καλοριφέρ όλα σβησμένα

(Στο ντάλα καλοκαίρι πώς να κρύψει
κανείς τα κροταλίσματα οδόντων και την ψύξη;)

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ψηντρή βασιλικιά μου

Ψηντρή βασιλικιά μου και μαντζουράνα μου
εσύ θα με χωρίσεις από τη μάνα μου

Έβκα στο παραθύρι κόρη το γυάλλενον
να δω το πρόσωπό σου το σιμιγδάλενον

Στην σκάλα που ξεββαίννεις να ξέββαιννα κι εγιώ
σκαλίν και σκαλοπάτιν να σε γλυκοφιλώ

Τέσσερα τζιαι τέσσερα

Τέσσερα τζιαι τέσσερα γίνουνται οκτώ
τέσσερα παλικάρκα πάσιν στον πόλεμον.


Στον δρόμον που πηγαίνασιν μα επεινάσασι
τσι εκάτσασιν να φάσιν τζιαι εδιψάσασιν.


Γυρεύκουν νά ’βρουν βρύσην απάνω στο βουνόν
τζ’ ήβρασιν έναν λάκκον των εκατόν ορκών.


Eρίξαν το λαχνίν τους πκοιός έν’ να κατεβεί
τζιαι έπεσεν η μοίρα πα στο μικρόν παιδί.


Δέστε με αδέρφκια μου τζ’ εγιώ να κατεβώ,
μες στο ερημολάτζιν να βκάλω το νερόν.


Tζιαι τότες τα αδέρφκια του τον σφικτοδέσασιν,
μες στο ερημολάτζιν τον κατεβάσασιν.


Eβγάρτε με, αδέρφκια μου γιατ’ είδα το νερόν
έν’ κότζινον τζιαι μαύρον μα τζιαι φαρματζιερόν.


Ώσπου να τον τραβήσουσιν τζιαι να τον βκάλουσιν
οι όφεις τζιαι τα φίδκια τον μισοφάασιν.


Oπόταν θα επιστρέψετε εις την πατρίδα μου
να τρώτε τζιαι να πίνετε εις την υγείαν μου,


να πείτε τζιαι της μάνας μου στα μαύρα να ντυθεί
γιατί τον γιον της τον μιτσήν δε θα τον ξαναδεί.