Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Κυνηγώντας τον χρόνο / Κανάκης Άντης

Αυτά που είπαμε σήμερα

έπρεπε να τα πούμε χθες.

Αυτά που κάναμε σήμερα

έπρεπε να τα κάνουμε χθες.

Τα λόγια κι οι ενέργειες μας

δεν συμβαδίζουν με το χρόνο.

Κυνηγούμε το χρόνο

και δεν τον φτάνουμε.

Μα ο χρόνος σκληρός εκδικητής

λεπίδι αφήνει πίσω του

και μας κομματιάζει.

Κι όλο αναρωτιόμαστε   

τις νύχτες μ' αγωνία

—Πόσο ακόμα αίμα θα χρειαστεί

για να το φτάσουμε.

Σούρουπο / Κανάκης Άντης

Μετά το πρώτο ποτήρι 

έψαχνε κάποιο να μιλήσουν.

Μα το σπίτι αδειανό.

Παίρνοντας το δεύτερο

βγήκε στη γειτονιά.

Κανένα δεν βρήκε.

Επέστρεψε.

Και πίνοντας το τρίτο

άρχισε να μιλά με τα δέντρα

που τα νανούριζε

τ’ αγέρι,

με τ’ αστέρια

που τρεμόσβηναν

στον ουρανό.

Ένας Αγνοούμενος / Κανάκης Άντης


Εμένα μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.

Πολλούς  έτσι γυρεύουν.  Μα κανένα δεν βρίσκουν.

Εμένα θα με βρείτε στον Πενταδάχτυλο

μικρό δεντρί μες στα πολλά,

καταπράσινο, μπροστά στον ήλιο την αυγή 

γεμάτο χρυσοστάλες.

Μη με κόψετε όμως.

Αφήστε με να μεγαλώσω.

Να τραγουδάτε στον ίσκιο μου τα καλοκαίρια.

Μη με γυρεύετε με τη φωτογραφία.

Είμαι ένα ματσικόρυδο  στη Μεσαορία.

Μη  με κόψετε όμως .

Αφήστε με να μεγαλώσω.

ο χορός των κυμάτων / Κανάκης Άντης


 

1. Βαλς
Τα κύματα
τούτο το πρωινό
πηγαινοέρχονται
απαλά …
Χορεύουν
χωρίς ντάμες,
βαλς,
φιλώντας ερωτικά,
ηδονικά
στα χείλη
την ξηρά.
--------

2. Συρτό … Καλαματιανό …
Τούτο το δειλινό
τα κύματα
χορεύουν συρτό,
καλαματιανό.
Αντικρίζονται
αλληλοκοιτάζονται,
αγκαλιάζονται,
πηδάνε
κάνουν κύκλους
πετάνε …
Και ξαφνικά
ορμάνε
στον ουρανό
ν’ αρπάξουν
ένα σύννεφο
που κρέμεται
πορφυρό …
Να το κομματιάσουν.
Να το κάνουν
μαντήλια
να τα κρατάνε
στο χορό.
Και να τα δένουν
στο λαιμό.


3. Έφοδο στον ουρανό
Τούτο
το σούρουπο
τα κύματα
δεν χορεύουν
κανένα χορό.
Κάνουν έφοδο
στον ουρανό
ν’ απαγάγουν
ένα αστέρι
να το φέρουν
στη μάνα τους
που στα ύψη
τα στέλλει
και στο σκοτεινό της
βυθό.
Θυμωμένη …
τ’αστέρι
περιμένει.

Απρίλης-Μάης 2013

ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ
Σε περιμένω
να’ρθεις
Στ’ όνειρο;
Στη μνήμη;
Προσωπικώς;
Δεν ξέρω …
Μα οπωσδήποτε
θα’ρθεις.
Θάναι
η τελευταία μας
συνάντηση.
Να πιούμε
το κρασί
που μας απέμεινε.
Να κοκκινίσουμε
από έρωτα.
Γυμνοί,
ν’ αγκαλιαστούμε …
Να πετάξουμε
στ’ ουρανού τα ύψη
κι’ όλο πιο ψηλά
να πετούμε.
Ίσως,
φτάσουμε …
πριν το τσουχτερό
χειμώνα,
στην πολιτεία
των άστρων.

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Ώρα Κάτω απ΄το Μηδέν (μικρό απόσπασμα) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

«Άμυνα ή επίθεση παίζετε»;
ρώτησε ο προπονητής.
«Τι να σας πω»,
αποκρίθηκα,
«νόμιζα πως και τα δυο
είναι το ίδιο πράγμα».
Άρα...
ποτέ δεν έπαιξα κανένα απ τα δυο.

Ένας λόγος ν΄αγαπήσεις την νύχτα / Αβρααμίδου Χριστιάνα

1.
Είσαι εκείνο το είδος της νύχτας
που με κάνει να καρφώνω τα μάτια μου στην αλήθεια,
τη ξαπλωμένη μες στον απόηχο της σιωπής σου.
Και είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της λύπης
που χαμογελά και μυρίζει όπως τα κρίνα,
αφήνοντας την πόλη
να αγαπιέται εν αγνοία της.

Και σαστίζεις...
σαν σου φανερωθεί η καρδιά της ομορφιάς μου
και πασχίζεις να ζήσεις.
Μα είσαι εκείνο ακριβώς το είδος της απουσίας
που αγγίζει κακομαθημένα σαν κύμα,
και εκείνο ακριβώς το είδος της σκιάς
που φεύγει κρυφά
στις μύτες των ποδιών της...

2.
Αν έρθω κοντά σου το ξέρω.
Θα απλώσεις την αριστερή παλάμη σου,
θ' αδράξεις τη νύχτα μ' ένα στίχο,
σιγά-σιγά,
θ' αναστενάξεις πόσο κουράστηκες
μέχρι να φτάσουν τα μάτια σου
κλειστά μέχρι τον ύπνο

Αν έρθω,
το ξέρω.
Όλα θα 'ναι απαλά,
απαλότερα...

Φτάνει να 'ρθω.

3.
Μέσα απ' αφόρητους πόνους εξαντλώ
τη μυρωδιά της βροχής σου
και διεισδύω γεμάτη ουρανό
μέσα σ' όλα όσα περιμένω.
(Μόνο να υπήρχε μια αξιοπρέπεια
να της βγάλω τα μάτια.)

4.
Κάθε που καθόμαστε σαν σύντροφοι κοντά,
κάθε που σαν φίλοι
δίνουμε τα χέρια,
κάθε που πέφτει ως τα μισά η αγάπη σου,
ένα σου λέω...

Δεν ζωγραφίζω,
αλλά αν ζωγράφιζα...

δεν ειμαι πια οτι ημουν / Αβρααμίδου Χριστιάνα

το να ασχολεισαι με το ποιος εισαι και γιατι εγινες αυτο που εισαι
ειναι νομιζω πολυ επικυνδο πραγμα
σε φτανει στην τρέλα σε φτάνει σε αναρχια
ευτυχισμενοι οσοι ξεχνανε ποιοι ειναι στα αληθεια
και δεχονται ως αληθεια οτι και να ειναι

(Οι μέρες θέλουν να κοιμάσαι νωρίς) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Οι μέρες θέλουν να κοιμάσαι νωρίς
και να τελειώνεις σύντομα
με αυτούς τους διάλογους.
Κλείσε όμως πρώτα,
του πουκαμισού σου τα κουμπιά:
μου θυμίζουν τα παλιά
και δεν κάνει.

Ώρα κάτω από το νερό (απόσπασμα) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

1.

Άλλοτε δεν υπάρχει ίχνος φωτιάς στο σπίτι,
και άλλοτε βρίσκονται μαζεμένοι
πέντε, δέκα αναπτήρες.
Ο ύπνος σου βαρύς,
σαν το τσιγάρο που μόλις έστριψες,
μα ακόμα δεν κατάλαβα
πως έφυγες το βράδυ.
Βολική όμως να ήξερες
πόσο μου στάθηκε η φυγή σου,
ευκολότερα αφού μάσαγα
στίχους μες την απώλειά σου.
Που γράφτηκαν ημιτελής,
στην αύρα του κορμιού σου
αν και ακόμα εκκρεμούν
φιλιά,
αγκαλιές,
και το πλατύ Αντίο.

* * *


3.

Σταθμεύεις το αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο,
μα το επόμενο λεπτό
το ψάχνεις μες το σπίτι.
Είναι η ένταση της τηλεόρασης
που σου αποσπά την προσοχή,
και οι μεγάλες αποφάσεις
που σε περιμένουν να τις πάρεις.

* * *


6.

«Άμυνα ή επίθεση παίζετε»;
ρώτησε ο προπονητής.
«Τι να σας πω»,
αποκρίθηκα,
«νόμιζα πως και τα δυο
είναι το ίδιο πράγμα».
Άρα...
ποτέ δεν έπαιξα κανένα απ τα δυο.


* * *
10.

Τις στιγμές που με ονειρεύεται η αγάπη,
γυρνάει πλευρό στο κρεβάτι.

* * *

16.
Ρωτάνε τους ποιητές,
παρενοχλούν και τους λογοτέχνες:
«πως γίνεται τη ψυχή να βγάζετε απ’ το σώμα
χωρίς να γνωρίζετε από γιόγκα
και ασκήσεις μεταφυσικής;»

* * *

36.
Ξέχασες τη σκιά σου
και αν θες περνάω,
να την αφήσω έξω απ την πόρτα.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Εύκολο είναι, είπε η Χελιδόνα
Να ζωγραφίζετε στους τοίχους κόκκινα πουλιά.
Το δύσκολο είναι να τα ζωγραφίζετε με αίμα
Και να ’ναι το αίμα ζωντανό
Και να ’ναι το αίμα φονικό
Και να ’ναι κόκκινο και μαύρο
Κόκκινο και φαρμακερό.
Τότε μονάχα θα μπορούσαν τα πουλιά
Να ζωντανέψουν, να πετάξουν και να τραγουδήσουν
Την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Η ποίηση είναι ένα πουλί
Είπε η Χελιδόνα – ένα κόκκινο πουλί
Π’ άλλοτε μεγαλώνει κι άλλοτε μικραίνει
Κι άλλοτε ανασταίνεται και άλλοτε πεθαίνει
Και πότε αλλάζει αποχρώσεις, απ’ το ρόδινο
Μέχρι το βαθυκόκκινο του φονικού
Και τραγουδάει την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Το Ίλαντρον (απόσπασμα) / Βασιλείου Κώστας

Θέλω να πω θκειέ μου Βασίλη,

Βασίλη βασιλέα μου 

φέγγος των αμμαθκιών μου·

κανένας εν σε θκιαβάζει

κανένας εν σε σκαμπάζει·

κανένας εν σε σαϊτίζει

κανένας εν σε πεϊντίζει

κανένας - ποιός τους καταρκάζεται

κανεί που έγραψες τ'αθάνατα ποιήματά σου 

τα βαρβάτα,

στα ζωντανά σου τα Ρωμαίϊκα τ'αμολόητα
τ'αρτσιάτα.

Γαντζωμένος στα μπράτσα του πατέρα


Βαρνάβας Π. Σωτήρης

Ατέρμονη βροχή

στην καρδιά του χειμώνα
ρηχός χείμαρρος
περνούσε ξυστά πλάι στο αλώνι

εκείνο το χρόνο χάσαμε  το άλογο ,
χωμένος στη λάσπη
μέχρι το γόνατο
ο πατέρας πάσχιζε
να σύρει στο στάβλο
ξύλινο άροτρο
παγερός αγέρας
θύελλα θολώσαν τον ορίζοντα
μικροί λόφοι  λουστήκανε σκοτάδι

ορμητικό νερό
μπήκε στην αυλή
η μάνα τρομαγμένη στο κατώφλι της βεράντας
με άρπαξε απ' το μανίκι,
ένα λευκό πουκάμισο τής έμεινε στο χέρι

θερμή πνοή αποτυπώθηκε
στο παγωμένο μάγουλο

μα δυνατότερα δέθηκε στη μνήμη
η δύναμη των δώδεκα χρόνων
που μ' έσπρωξε στα λασπόνερα
κατά το πρόσωπο του πατέρα

παγιδευμένος
κινούσε αδέξια τα χέρια
σχεδιάζοντας στον αέρα
κώδικες κινδύνου

ένα γιγάντιο κύμα φόβου
πάλεψε με του νερού το θεόρατο κύμα
και των κυμάτων η πάλη
με πήγε στην αγκαλιά του πατέρα .

Το νερό τραβήχτηκε στα χαμηλά,
ξανάσμιξε με το χώμα  στο αλώνι,
ο πατέρας όργωσε ξανά το χωράφι
θημωνιές φιλούσανε  τον ουρανό
σπουργίτια φάγανε σιτάρι στις παλάμες του

οι λεύκες που φύτεψε ψηλώσανε
φυλλωσιές δροσίζουνε περαστικούς τα καλοκαίρια
το χειμώνα κορφές καλοπιάνουνε τον άνεμο

μόνο εγώ γυμνός χειμώνα καλοκαίρι
γαντζωμένος γερά στα μπράτσα του πατέρα

παλεύω ακόμα ανάμεσα στα δυο κύματα.

ΜΗΤΕΡΑ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 Αμίλητη η μητέρα καθόταν στην αυλή 
πλέκοντας τη ζωή της παπαρούνες
 στάχυα και τριαντάφυλλα
  μα πιο πολύ ζωγράφιζε με τις κλωστές
 αδύνατα πουλιά με ανοιχτές φτερούγες 
και πάνω τους ο ήλιος με τις αχτίνες του 
τα χαιρετούσε, 
χαμόγελο φωλιάς είτε του ύπνου ανάσα 
δε φάνηκε στη ζωγραφιά της 
εξόν στις ανθοδέσμες του θανάτου της. 

Ήχοι μ' ακολουθούν απ' το δοξάρι του αργαλειού 
μέσα στη νύχτα 

 και στα λευκά σεντόνια που ύφαινε 
διαβάζω διαδρομές 
ονόματα σταθμών στην ούγια τους τα γεγονότα.

οι μοιρασμένες Λευκωσίες

Μενεξεδένιες ομιλίες
στα παραθύρια της Κυριακής
οι μοιρασμένες Λευκωσίες του κόσμου
η μυστική αφροδίτη των παλιών ερώτων
και το μικρόν αλφαβητάρι...