Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τεύκρος Ανθίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Τεύκρος Ανθίας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Απριλίου 2018

Τα σφυρίγματα του αλήτη: Ποιητική Συλλογή του Τεύκρου Ανθία εκδοθείσα το έτος 1929


Κατρακύλημα


 Όλο ξεπέφτεις – και ξεπέφτεις δίχως τέλος –
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.
(Είσαι παλιάτσος κι όμως δείχνεσαι για Οθέλος,
με τις αστείες προσωπίδες που φορείς).

 Το ποιο φινάλε θάχει τέτια μια ιστορία,
το κατρακύλημά σου αυτό πού σε οδηγεί,
πάντα το σκέφτεσαι με πόνο και πικρία,
μα δε γιατρεύεις τέτια επίφοβη πληγή.

 Πάντοτε λες : «Θαρθεί μια μέρα να ξεφύγω,
απ΄ των πραγμάτων το μηδέν να λυτρωθώ,
και με το πέρασμα του χρόνου, λίγο-λίγο,
κάπως ψηλά με περηφάνια να υψωθώ».

 Κι όμως το χάος σα μαγνήτης σε τραβάει
και απειθάρχητος, στη σκέψη, πάντα ζεις,
το κατρακύλημα ποτές δε σταματάει,
για τιποτένια πραγματάκια της ζωής.-

Σελ: 11

**

Οι καταφρονεμένοι 

Φέρε μας κάπελα, κρασί
κ’ έλα με μας να πιεις και συ.

 Ήρθαμε τώρ’ απ΄ τη δουλειά,
μ΄ άδειο μυαλό κι άδεια κοιλιά,
μες το πιοτό να ξεχαστούμε.

 (Ζωή που κάνουμε και μεις, μαρτύρια που τραβούμε!)

 Φέρε μας ένα κατοστάρι
-ν- απ΄ το στερνό σου γιοματάρι.

 Κι αφού το πιούμε, στο λεφτό,
το δοκιμάζουμε κι αυτό
που μας το λες για φίνο πράμα.

 (Ως πόσο πια να λυώνουμε στον πόνο και στο κλάμα;)

 Φέρε μαρίδες για μεζέ
κ΄ έλα να πιεις και συ, χαζέ!

 Τι; Μας λυπάσαι τα λεφτά;
Δεν έχουμε κι άλλ’ απ΄ αυτά,
που φτάνουν όσο για να πιούμε.

 (Μα όπως κι αν είναι, δώσε μας πιοτό… να ξεχαστούμε).-

Σελ: 31


**
Αντιθέσεις

Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή, που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,
και πάω να κλάψω δυνατά, να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,
σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά, να κλάψω για όλα τα παιδιά
που μες τους δρόμους τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.

 Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,
στο πεζοδρόμι κάθουνται, χαζεύουν και καπνίζουνε,
πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός, που τους παιδεύει ο πυρετός,
βρωμολογούν και βλαστημούν, γελούνε και δακρύζουνε.

 Και κάποιος μορφινομανής, γιος της μαντάμας της Φανής,
– σκιάχτρο και φάντασμα χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –
περνάει μπροστά τους σιωπηλά, τους αντικρύζει και γελά,
με τ΄ άθλιο παντελόνι του και το πουκάμισο το τρύπιο.

 Και μες τη σάλαν η κυρά, πλημμυρισμένη από χαρά,
παίζει Μπετόβεν και Σοπέν, πιανίσσιμο και φόρτε,
μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει στο πλάι το λαδά,
που προσπαθεί πολύ κουτά να της σερβίρει κόρτε.-

Σελ: 45


Eπίλογος / Τεύκρος Ανθίας


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.


Δεν έχεις δάκρυα να θρηνείς, ούτε κουράγιο να πονείς,
ούτε κραυγές υστερικές να βγάνεις πέρα ως πέρα.
Eίσ’ ένα κύμα σιωπηλό μιας τρικυμίας παντοτινής,
που γαληνεύει ανήσυχα στην ήσυχην εσπέρα.


Kι όταν θα βρεις το λυτρωμό σ’ ένα παγκάκι ξαπλωμένος,
και θα σιγήσει ο σίφουνας κ’ η θύελλα της ζωής σου,
Aλήτη! δε θα πεις ποτέ πως ήσουν κουρασμένος
απ’ τον αγώνα το σκληρό της άρρυθμης ψυχής σου.


Aλήτη! Aπόψε είν’ η βραδιά τόσο καλή, τόσο καλή.
Mπορείς να πας να κοιμηθείς σ’ ένα παγκάκι, Aλήτη!
Πλάτυνε η Σκέψη τη ζωή τόσο πολύ, τόσο πολύ,
πο’ ’κανε ο άνθρωπος τη Γη κι όλο το Σύμπαν: σπίτι.

Το πρώτο γράμμα / Τεύκρος Ανθίας




(15 του Δεκέβρη, 1955, ώρα 2 μετά τα μεσάνυχτα)

Αναστασία.

Απόψε η νύχτα είναι σαν την καλοσύνη σου.

Έβρεξε. Κι ήτανε τα δάκρυα όλων των αγαπημένων μας.
Η πρώτη μπόρα –του πρώτου και στερνού τους θρήνου.
Ύστερα, μόνο μερικές σταλαγματιές 
πέφτανε σα ντιμινουέντο*
του ραγδαίου εμβατηρίου της βροχής.
Κι ήτανε κάτι δάκρυα,
που αργοκυλούσανε και σβήνανε
στα δικά σας μάγουλα 
–αγαπημένες γυναίκες, 
θεία παιδιά της τρυφερής, αιχμάλωτης στοργής μας.

Κι ήτανε κάτι σα δροσοσταλιές, 
που κρεμαστήκανε σαν κρούσταλλα
απάνω στα ματόκλαδα 
της άγρυπνης αγάπης μας, για σας, για όλο τον κόσμο.



* ντιμινουέντο, το: μουσικός όρος που δηλώνει τη 

βαθμιαία ελάττωση της έντασης του ήχου

Δον Κιχώτης / Τεύκρος Ανθίας



Τον είδα στ’ άλογό του κωμικά να προκαλεί
 το Σύμπαν, το Υπερπέραν και τα Χάη.
Κάποτε να σφυρίζει και παντού να διαλαλεί
 τ’ Άπειρο πως στα χέρια του βαστάει.

Άκουσαν τη φωνή του, όθε περνούσεν, οι τυφλοί
 και γίγαντα μεγάλο τον θαρρούσαν.
Σκύβοντας μέχρι κάτω τη φτωχή τους κεφαλή
 τα βήματα του αλόγου του φιλούσαν.

Και γέλασα ανοιχτά, κι ήταν το γέλιο εκρηκτικό,
 τόσο που ’χε θυμώσει ο Δον Κιχώτης,
ο νάνος ο γελοίος με το κορμάκι το σκυφτό,
 που φάνταζε στον κόσμο σαν ιππότης.

Ήτανε κωμικός κι ο κουρασμένος του θυμός,
 γιατ’ είχε απ’ το ταξίδι του απαυδήσει
κι άδικα προσπαθούσε, σκυθρωπός και πελιδνός,
 το λίγο του κουράγιο να κρατήσει.

Και νάνος στο άλογό του ο δυστυχής
 αρχίζει να γελάει με τ’ όνειρό του.
Θαρρώ πιο πιθανόν, από τους δυο, κατακτητής
του Σύμπαντος να γίνει τ’ άλογό του!

Δίστηλο / Τεύκρος Ανθίας



Τα φρύδια σου : δυο τίτλοι στη σειρά,
με κεφαλαία αρχαϊκά στοιχεία·
υπότιτλοι με γράμματα μικρά :
Τα βλέφαρά σου.

Κι ακολουθούνε δυο προτάσεις,
που αρχινάνε και  τελειώνουν με στιγμές.
Στο μέσο κάθε μιας και μια τελεία.
Κείμενο με των 12 ελζεβίρ :
Τα μπιρμπιλά τα δυο σου μάτια.

Λίγο πιο κάτω δυο προτάσεις άλλες,
με κόκκινο μελάνι τυπωμένες –
– ρητορικές, μακρόσυρτες προτάσεις καθαρευουσάνου :
Τα μάγουλά σου.

Κ΄ η μύτη, σα λεπτότατη γραμμή, χωρίζει
τις δύο στήλες.
Υπογραφή : Σατάν και Σαβαώθ :
Τα σκανδαλιστικά τα δυο σου χείλη.

Την ώρ΄ αυτή, που ξενυχτώ στη συλλοή σου
κι έχω μπροστά μου την υπέροχη μορφή σου,
οι στοχασμοί μου με ενοχλούν.
Δίχως ελπίδα
γιατί μέσα στον πόνο σου να ρέβω;
– Αφήστε να διαβάσω εφημερίδα!
...Κι αγριεύω.-

Tο νέο “ποιητάρικο” / Τεύκρος Ανθίας




“Άντρες, γυναίκες και παιδιά, κοντά μου συναχτείτε”
πρόσφορα να μοιράσετε, γλυκό κρασί να πιείτε.

Ψωμί απ’ του κάμπου τ’ όργωμα, κρασί από δράκο αμπέλι,
πικρό απ’ τον ίδρω της δουλειάς μα, απ’ την αγάπη, μέλι.

Πολύ αγαπούσε ο δουλευτής τον κόσμο ολόγυρά του,
κ’ είχε ανοιχτό το σπίτι του, ανοιχτό σαν την καρδιά του.

Aράδα τα τραπέζια του για ξένους στρατοκόπους,
για θεριστάδες, για φτωχούς – για τους απλούς ανθρώπους.

Στην άκρη αυτός, ο κεραστής, κρασί-χαρά κερνούσε
κ’ ένας λαός στα χείλη του με πάθος τραγουδούσε.

Έπινε η νύχτα σα μπεκρού το φως από τ’ αστέρια,
έπινε ο ξένος στην αυλή, ως αργά τα καλοκαίρια.

Xωράφια, σπίτια, χάθηκαν στου δανειστή το στόμα,
μα το τραγούδι του το ζω και ζει ως λαός ακόμα.

Mίλια-σειρά τα δίστιχα στο δρόμο είναι στρωμένα,
στάχυα του απλού τραγουδιστή, μα στα χαρτιά του ούτ’ ένα.

Mίλια από στίχους θα ’θελα να γράψω για να υμνήσω
το δάσκαλό μου στην καρδιά, μα ως κάποτε θα κλείσω.

Aντρέας Παύλου ελέγουμουν και νυν Tεύκρος Aνθίας,
“ποιηταρούδιν” νηστικό – παιδί της αλητείας.

Mη μου ζητάτε, χωριανοί, να σας το τραγουδήσω,
γιατί το δάκρυ είν’ ακριβό – στη γη θα το κρατήσω.

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Τεύκρος Ανθίας (1903-1968) Βιογραφικό Σημείωμα


Ο Τεύκρος Ανθίας (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ανδρέα Παύλου Χατζημηνά) γεννήθηκε στην Κοντέα της επαρχίας Αμμοχώστου της Κύπρου. Φοίτησε στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο της Λάρνακας (1917-1922) και σπούδασε παιδαγωγικά στην Χοιροκοιτία (1922-1923). Εργάστηκε ως δάσκαλος σε σχολεία της Καρύστας, της Σπάρτης και του Σκλαβοχωρίου του νομού Λακωνίας. Από το 1927 έζησε για τρία χρόνια στην Αθήνα υπό άθλιες οικονομικές συνθήκες. Το 1930 επέστρεψε στην Κύπρο και οργανώθηκε στην κομμουνιστική παράταξη, ενέργεια που προκάλεσε δίωξη και φυλάκισή του κατά τη διάρκεια των Οκτωβριανών (1931, 1933). Το 1935 αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Κύπρου με αφορμή την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Η Δευτέρα παρουσία. Συνέχισε να υπηρετεί την κομμουνιστική παράταξη από την Αγγλία, όπου πήγε το 1948 και έμεινε ως το 1955, οπότε γύρισε στη γενέτειρά του για να πάρει μέρος στον αγώνα κατά των Άγγλων. Συνελήφθη, κλείστηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και αφέθηκε ελεύθερος το 1957 μετά από καρδιακή προσβολή. Έφυγε ξανά στο Λονδίνο ως ανταποκριτής της εφημερίδας Το Βήμα, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του. Η σορός του μεταφέρθηκε στη γενέτειρά του. Παντρεύτηκε τη Λόλα Λεοντιάδη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και μια κόρη και σε δεύτερο γάμο την Αναστασία Παγώνη, με την οποία απέκτησε ένα γιο και δύο κόρες. Στη λογοτεχνία στράφηκε από την παιδική του ηλικία και από τα δέκα ως τα δώδεκα χρόνια του εξέδωσε έξι ποιητικές φυλλάδες. Συνέχισε να γράφει κατά τη διάρκεια των σπουδών του, ενώ κατά την περίοδο της παραμονής του στη Σπάρτη εξέδωσε το περιοδικό Φλόγα, το οποίο τύπωνε με προσωπικά του έξοδα στον Πειραιά και συνέχισε την έκδοσή του στην Αγγλία, παράλληλα με την έκδοση του περιοδικού Σπίθα που είχε ξεκινήσει να εκδίδει στη Λευκωσία Γνωστός έγινε το 1929 με την ποιητική συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη. Συνεργάστηκε με περιοδικά της Κύπρου και της Αθήνας, όπως τα Ελευθερία, Νέος Δημοκράτης, Χαραυγή, Φραγγέλιο και το Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, της Κύπρου και της Αλεξάνδρειας. Το συγγραφικό έργο του περιλαμβάνει επίσης ένα μυθιστόρημα, μια λαογραφική μελέτη για την Κύπρο και έργα για το θέατρο. Έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά.


Ι.Ποίηση
• Λουλούδια της αγάπης. Σκάλα, 1922.
• Τα σφυρίγματα του αλήτη. Αθήνα, 1929.
• Άγιε Σατάν, ελέησόν με. Αθήνα, 1930.
• Η Δευτέρα παρουσία. Λευκωσία, 1931.
• Το Πουργατόριο. Κύπρος, 1931.
• Διψασμένοι στην άβυσσο. Κύπρος, 1936.
• Το χάος. Κύπρος, 1936.
• Η Έξοδος. Κύπρος, 1937.
• Η Άνοδος. Κύπρος, 1939.
• Ιντερμέδιο. Κύπρος, 1939.
• Το Β’ Ιντερμέδιο. Κύπρος, 1940.
• Βομβύκιο. Κύπρος, 1940.
• Σερενάτα. Κύπρος, 1941.
• Ηρωική Συμφωνία. Κύπρος, 1942.
• Σφυρίγματα του ερημίτη. Κύπρος, 1943.
• Εκ βαθέων. Κύπρος, 1945.
• Μουσικό εγκόλπιοΑ΄ - Β΄. Κύπρος, 1945.
• Ελλάδα· Επικολυρικό ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική αντίσταση. Λευκωσία, έκδοση Φλόγας, 1946.
• Το Ανθρώπινο Έπος. 1946.
• Κυπριακή ραψωδία. Κύπρος, 1947.
• Το τραγούδι της γης. Λονδίνο, 1951.
SOS. Λονδίνο, 1952.
• Το ημερολόγιο του CDP. Κύπρος, 1956.
• Ορατόριο. Λονδίνο, 1961.
• Ποιητικά Άπαντα 1928-1962. Λονδίνο, 1962.
• Κυπριακή τραγωδία (1964-1965). Αθήνα, Κέδρος, [1965].
• Λαμπρακιάδα. Λονδίνο, Anthias Publications, 1966.
• Σ’ Αγαπώ· Συμφωνικό ποίημα. Λονδίνο, Anthias Publications, 1966.
ΙΙ.Πεζογραφία
• Μπλακ Μαρία νο 1. Κύπρος, 1934.
• Καλότυχ’ οι νεκροί. Αθήνα, χ.χ.
ΙΙΙ.Θέατρο
• Σαράβαλο. 1932 (με το ψευδώνυμο Πέτρος Λιμπέρης).
• Η δημοπρασία. Λευκωσία, 1935.
• Ο Γιόκας μας. Λευκωσία, 1936.
• Ταξίδι στον ήλιο. Κύπρος, 1940.
• Ηρωικό εμβατήριο. Κύπρος, 1941.
• Το παλληκάρι της φακής. Κύπρος, 1942.
• Στάλινγκραντ. Κύπρος, 1942.
• Άμωμοι εν οδώ αλληλούια. 1943.
• Αρματωλοί και κλέφτες. Κύπρος, 1943.
ΙV. Μελέτες
• Η ζωντανή Κύπρος. Κύπρος, 1941.
• Η πολιτεία της νύχτας. 1943.
V. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Ποιητικά Άπαντα 1928-1962. Λονδίνο, 1962.



ακριβής μεταφορά από:  http://www.ekebi.gr

Ο πίνακας / Τεύκρος Ανθίας



Ο δάσκαλος στον πίνακα «τα ρήματα
εις –μι» και τα «υγρόληκτα» αραδιάζει.
Οι μαθητές, σα γηρασμένοι, γράφουνε,
και κάθε τόσο : «Προσοχή!»τους κράζει.

Τελειώνει. Τα «φυτά της Ινδοκίνας»
και τ’ άνθη των θερμών χωρών» διδάσκει.
Κάθε παιδί περίφοβο ακροάζεται
και νυσταγμένο, αφηρημένο, χάσκει.

Αρχίζει να διδάσκει περί «Πρόγονοι!»,
περί «Θεός!», και «τάφοι των αγίων!».
Κ΄ οι ψύλοι, τα κουνούπια, οι σκυλόμυγες,
οι ψείρες πλημμυρίζουν το σχολείον.

Ο πίνακας τα βλέπει σα φιλόσοφος,
τρομάζει και, μορφάζοντας, φωνάζει :
«Τον κακομοίρη! τον εφάγαν τα ζωΰφια
κι ακόμη τα υγρόληχτα αραδιάζει;»

Διακήρυξη / Τεύκρος Ανθίας



Κι ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη  ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά.

Δεν είναι σφαίρα η γη,
δεν στροβιλίζεται στο Άπειρο.
Χτυπάει σα μια καρδιά μέσα στα στήθια μου
κι είναι οι παλμοί της θούρια κι εμβατήρια.
Λυγμοί από τόξο τσιγγάνικου βιολιού
για τον ανθρώπινο πόνο, για τη Λύτρωση.
Χαιρετισμοί στον ήλιο Στρατηλάτη.

Τι κι αν μισή η καρδιά βαθιά μου υφαίνει
το νήμα της ζωής στον αργαλειό των οραμάτων;
Μύριες ζωές υφαίνουνται μαζί και την κρατάνε
πλατύτερη απ’ τη γη –μια πυραμίδα
θεμελιωμένη στον Άνθρωπο,
με την κορφή στον ίλιγγο του αιθέρα σφηνωμένη.

Κι ίχνη καρδιάς να ζούνε μέσα μου,
θα τραγουδώ και θ’ αλαλάζω
για Σένα ατίμητη ζωή,
για Σε γαλανομάτα Λευτεριά!
ω Λευτεριά!

2 του Γενάρη, 1956

(Νοσοκομείο Λάρνακος)

Επαρχία / Τεύκρος Ανθίας




Εδώ στην Επαρχία, δεν είναι λόγος
ν’ αυτοχτονήσουμε, «δόξα τω Θεώ»!
Γελούμε πλούσια, κλαίμε όσο μπορούμε,
και τίποτα δεν βλέπουμε στραβό.

Όλα στη θέση τους, κι αν τα θωρούνε
ανάποδα –ως συνήθως– μερικοί,
δεν έχει σημασία· τα πάντα δείχνουν
πως ζούμε μια ζωήν αρμονική.

Περνά ο βαθύς στη σκέψη γείτονάς μου,
τον χαιρετώ, με γλυκοχαιρετά.
Λέμε κι οι δυο «τι βλάκας!», κι ο καθένας
το δρόμο του σαν τραίνο περπατά.

Πεθαίνει! Του σκαρώνω ένα λογύδριο,
που δάκρυα προκαλεί, κι εγώ γελώ.
Γιατί να μη γελάσω; Για ένα βλάκα...
γνωρίζω πως σε ηλίθιους μιλώ.

Άλλος προβάλλει αντίκρυ μου –ένας νάνος–
και (τερψικάρδιο!*) παίζουμε γροθιές.
Γελάει το πόπολο*, σκάζω από τα γέλια,
και γύρω «συγκλονίζονται» οι καρδιές.

Ρόλο παλιάτσου παίζουμε, και κλόουν
ολόγυρά μας χάχανα σκορπούν.
Τι θα κοιτάξεις; Τα δράματα, που πίσω
στα παρασκήνια «κάθαρση» ζητούν;

Ας τη ζητούν! Μας φτάνει που γελούμε
–έστω πικρά– στη μικρή μας Επαρχία.
Το καθετί στη θέση του, κι ανάποδα!
Αυτό είν’ η πιο μεγάλη ανησυχία.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

προσευχή / Τεύκρος Ανθίας

Ελέησόν με, άγιε Σατάν, το βράδι αυτό,
κι άκουσε, αν θέλεις, της κοιλιάς μου το γουργουρητό.
Κλαρίνα, πίπιζες, ταμπούρλα, τα έντερά μου,
μια χλαλοή, ένα πανηγύρι διοργανώνουν.
Σαν εφιάλτες οι αναμνήσεις με κυκλώνουν,
γελούν, σα μέγαιρες, τριγύρω τα όνειρά μου...

Άνθρωπος ήμουνα κ΄ εγώ κάποια φορά
κ΄ έγινα ζώο, απ΄ των πραγμάτων τη φορά.
Ναι, κάποιο χτήνος, με τα πόδια του δεμένα,
που δε μπορεί μες το λειβάδι να βοσκήσει,
δεν ημπορεί τ΄ αφεντικό του να κλωτσήσει,
γιατί το σφίγγουν οι αλυσίδες του, ωιμένα!

Κόλαση γύρω μου η ζωή με τυραννεί,
πνίγοντας κάθε βογγητό μου και φωνή.
Μα, ως τόσο, κάτι περιμένω, που όταν φτάσει,
μέσα στο φως, μες τη χαρά θα ξεχυθώ,
μια νέα αυγή, μια μέρα ολόφωτη θα ιδώ.

Κάθε μου δάκρυ, που απ΄ τα μάτια μου έχει στάξει,
φωτιά θα γίνει, που ό,τι με σφίγγει θα ρημάξει.
Γαλάζια η νύχτα θα χορεύει ολόγυρά μου,
λαμπρά τ΄ αστέρια θα οργιάζουν μες το φως.
Άγιε Σατάν, τώρα που γέρασε ο Θεός,
οδήγει, Εσύ, οδήγει, Εσύ, τα βήματά μου.-

Από τη συλλογή ‘Αγιε Σατάν ελέησόν με

αντιθέσεις / Τεύκρος Ανθίας

Είναι μιαν ώρα, μια στιγμή, που με κυκλώνουνε οι λυγμοί,

και πάω να κλάψω δυνατά, να λυτρωθώ απ΄ τα βάσανα,

σ΄ αυτή την όμορφη βραδιά, να κλάψω για όλα τα παιδιά

που μες τους δρόμους τριγυρνούν, απόκληρα, πεντάρφανα.



Ιδού! ο μικρός μας Θοδωρής κι ο πιο μεγάλος ο Ριρής,

στο πεζοδρόμι κάθουνται, χαζεύουν και καπνίζουνε,

πιο πέρα ο Φάνης κι ο Τοτός, που τους παιδεύει ο πυρετός,

βρωμολογούν και βλαστημούν, γελούνε και δακρύζουνε.



Και κάποιος μορφινομανής, γιος της μαντάμας της Φανής,

– σκιάχτρο και φάντασμα χλωμό, σαράβαλο κ΄ ερείπιο –

περνάει μπροστά τους σιωπηλά, τους αντικρύζει και γελά,

με τ΄ άθλιο παντελόνι του και το πουκάμισο το τρύπιο.



Και μες τη σάλαν η κυρά, πλημμυρισμένη από χαρά,

παίζει Μπετόβεν και Σοπέν, πιανίσσιμο και φόρτε,

μερακλωμένη τραγουδά κ΄ έχει στο πλάι το λαδά,

που προσπαθεί πολύ κουτά να της σερβίρει κόρτε.-

Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη

το ιστιοφόρο / Τεύκρος Ανθίας

Σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε, στον πόνο μας πιστοί,
– ξένοι, που νοσταλγήσανε πατρίδα όλη τη γη –
κάποια αγωνία μάς έδερνεν από το βράδι ως την αυγή,
πως το κουράγιο μας γοργά σαν κύμα θα σβυστεί,
σαν πελαγοδρομήσαμε, τότε, στον πόνο μας πιστοί. 

Νύχτα ήταν τρισκότεινη, δίχως μια λάμψη έστω μικρή,
κ΄ είχε η ζωή μας αιστανθεί μεγάλο απαυδημό·
κ΄ είχε η καρδιά μας σφαλιχτό, σα φυλαχτό της τον καημό
και λέγαμε στενάζοντας : «Πότε θα φτάσουμε αντικρύ;»
Νύχτα ήταν τρισκότεινη, δίχως μια λάμψη έστω μικρή.

Μα, ως τόσο, κι αν γινήκανε κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά,
και το ιστιοφόρο μας επνίγη στο βυθό,
-ν- η τρικυμία εδιάβηκε –γιατί να λυπηθώ;–
και να! που φτάσαμε γεροί σε φως κι απανεμιά,
κι ας μείνανε στο πέλαγο κουρέλια τ΄ άσπρα μας πανιά. 

Δω πέρα θα ησυχάσουμε, συντρόφοι, τώρα μια στιγμή,
κ΄ ύστερα πια θα φτιάξουμε καράβι πιο γερό,
να μην τρομάζει κύματα βαριά κ΄ ενάντιο καιρό,
γιατί η ψυχή μας το ποθεί πάντα να πελαγοδρομεί,
προς νέες χαρές, νέους καημούς, προς νέους ωκεανούς.-

Από τη συλλογή ‘Αγιε Σατάν ελέησόν με,

Αλητισμός / Τεύκρος Ανθίας

«Τι τρομερός, τι τρομερός,
πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»

Τέτια μιλώ, παραμιλώ,
την κάθε μέρα και γελώ
με τον ανόητο εαυτό μου,
πόχει πιστέψει στη ζωή και την ερμιά του κόσμου.





«Σήμερις έχουμε ψωμί,
κι αν δεν υπάρχει, θα βρεθεί!»

Με τέτια σκέψη τριγυρνώ
εδώ κι εκεί κι όλο περνώ
πάντα μες τ΄ όνειρο, στην πλάνη,
και το κουφάρι μου γερνά, κοντεύει να πεθάνει.





«Κάποιαν αγάπη καρτερώ

και θάρθει σύντομα, θαρρώ».



Φτωχή καρδιά, καρδιά τρελή,

πόχεις πεποίθηση πολλή

στα μαδημένα τα φτερά σου,
είν΄ ο αγέρας δυνατός κι ανάλαφρη η χαρά σου.





«Δεν ήρθε απόψε. Τι μ΄ αυτό;

Στη μοναξιά θ΄ αναπαυτώ».



Ίσως και νάρθει την αυγή,

εδώ στον πάγκο να με βρει,

μ΄ ένα φιλί να με ξυπνήσει.
Τάχα γιατί ν΄ απελπιστώ κι αν λίγο ακόμη αργήσει;





«Ω τι γλυκός, ω τι γλυκός,

πούναι κι αυτός ο αλητισμός!»



Τέτιον επίλογο θα πω,

σα μια νυχτιά θα κοιμηθώ

στον ουρανό από κάτου
και θ΄ απλωθεί τριγύρω μου το σκότος του θανάτου.-





Συλλογή Τα σφυρίγματα του αλήτη,