Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΑ (Απόσπασμα) του Σωτήρη Π. Βαρνάβα

   
 Η ΘΗΜΩΝΙΑ

Στοίβαζε η μάνα μ’ ένα διχάλι τα δεμάτια
κι εγώ μες στην καρδιά μου τις ματιές της
σαν μου ’γνεφε να της τα δίνω
κι άλλο βλέμμα
κι άλλο δεμάτι
κι όλο δουλεύαμε
κι όλο αισθήσεις κινούσανε το κάρο
κανένα κενό δε χώριζε τα δώδεκά μου χρόνια
απ’ τα δικά της.
Κι ήταν η θημωνιά μας τελειωμένη
αλώβητα να μείνουνε τα στάχυα
φυλάγανε το ένα τ’ άλλο με το στήθος.

Μα ένα φίδι ξαφνικά
έφερε τα πάνω κάτω
γυρίζανε στον αέρα οι τροχοί
Ανάποδα το διχάλι τα δεμάτια κι οι ματιές της
το καλοκαίρι εκείνο.

Ένα απέραντο κενό.
Ψηλαφητά ψάχνω ακόμα μες στο χωράφι
κι έρχεται τις νύχτες
και μου γνέφει για τ’ άλλο δεμάτι.





Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΜΟΥ

Μαχαίρι της πατρίδας μου ο χάρτης.

Τι αχρείες εκδόσεις
σταγόνες αίμα τα μήκη χωριών
βογκητά οικισμοί
πλάνη τα τείχη των πόλεων
χαοτικά τυπωμένα
αποκρύπτουν τα πυκνόφυτα χώματα
προφοράς κανένα υπόμνημα
κάθε χρόνο ουδεμία προσθήκη
ή έστω εκ των υστέρων
ένας πίνακας παροραμάτων.





ΤΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Σωριάστηκε στο στάβλο κάτω
κι είχε τα μάτια του ανοιχτά,
όπως σαν κάλπαζε μες στο χωράφι
και το χλιμίντρισμά του έσκαβε τον ορίζοντα,
ν’ ανοίξει αδύνατο η πόρτα
θυμάμαι την έσπασε ο πατέρας
λωρίδες έγινε η καρδιά μας

μιλούσε μόνο εκείνο

δεμένοι εμείς με τα λουριά του
άροτρο σέρναμε τη σιωπή μας.





            ΠΛΑΣΤΙΓ ΓΑ

Πίσω από τα πιθάρια στο κατώι
μια πλάστιγγα από κείνες που ζυγίζανε
οι προγόνοι τις προθέσεις
σωτήρια αποδείχθηκε
με τ’ ακριβή σταθμά που διαθέτει

ζωντανούς ζυγίζω τους θανάτους μου.







            ΤΟ ΜΕΛΑΝΟΔΟΧΕΙΟ

                                                Στο καφενείο
                                                έρχεται ο χοντρός νονός μου
                                                                           με τις λίρες.
                                                Ούτε μία δεν είναι για σένα, λέει
                                                γιατί δεν έγινες ο βαφτιστικός μου
                                                                                   που περίμενα.
                                                Τότε λέω κι εγώ στο γκαρσόνι, πλάι μου
                                                – Φέρε μου ένα φλιτζάνι με μελάνι.

                                                                          ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ


Ένα δοχείο τόσο δα
διαφανές
βλέπεις απέξω μελανί
και τίποτε άλλο
πιο μέσα βλέπουνε μονάχα οι ποιητές
φλέβες που το γεμίζουνε
φόβοι να το βαθαίνουν
δαιμόνοι τ’ αναδεύουνε
πάντα ψηλά η στάθμη
χωράει μέσα νταβατζήδες, «Αγαρηνούς»
χοντρούς νονούς

και τους αδειάζουνε.






                Η ΡΑΠΤΟΜΗΧΑΝΗ

                             μνήμη της αδελφής μου Ρουπίνας

Κάτω απ’ τον ίσκιο της κληματαριάς
η ραπτομηχανή
γυρίζανε τα δάκτυλα τη ρόδα του απογεύματος
γαζώνοντας τις ώρες μας
με τις κλωστές των παιδικών μας χρόνων.

Αντλούσαμε νερό απ’ το πηγάδι της αυλής
φύλλα πανέρια απλώναμε μουριάς
να κινηθούν απάνω τους οι λέξεις.
Κι ενόσω ταξίδευε ο μεταξοσκώληκας τη μοίρα του
κι άπλωνε γύρω εκείνη τη μελωδό στιγμή
τύλιγα πλάι της σ’ ένα τετράδιο
όσο μετάξι απέμεινε πριν απ’ τη δύση.

Δ ΙΑΛΟΓΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΟΝΗ ΜΠΟΤΣΟΓΛΟΥ

Μειλίχια καθώς μιλούσε
κι οι λέξεις του ζωγράφιζαν λάμψη του πρωινού
κάτι απ’ το φως του ουρανού,
φτερούγιζαν οι άγγελοι πάνω απ’ την κεφαλή του
το λογισμό και τ’ όνειρο.
Ρίγος οι πινελιές
τοπίο τέλειο το ατελιέ,
πιο κει ο Van Gogh
το βήμα του απαλό
όλο να πλησιάζει,
ποθούσε υποθέτω
όπως κι εγώ
να έχουν τη χάρη οι στιγμές
να διαρκέσουνε τα χρώματα

να παραμείνει
ξέχειλο και το ποτάμι του ήλιου.

Κι ενόσω κρατούσε η ανάδυση
και του βουνού οι χαράδρες
πέρασμα ανοίγαν φοβερό
κάτω και πίσω απ’ τα πράγματα,
ψιθύρους ήθελα ν’ ακούσω της ψυχής του
κι άκουσα ολάκερη φωνή
αίμα να πάλλεται
κάτι από φλέβας κίνηση

πολύ μου στοίχισε η αποχώρηση.

Να μιλώ με τη γη
μαθαίνω απ’ την τέχνη του τη γλώσσα των βράχων.




            ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ Ε ΙΚΟΝΕΣ

                        ...λαμπερες ρυτιδες ιριδες νερου ανεμου
                        φως θέας
                        ετσι αφηνονται τα πραγματα
                        χωμα και πνευμα....

                                                ΣΩΚΡΑΤΗΣ  Λ. ΣΚΑΡΤΣΗΣ

                          Ι

Σαν κοιτάζω μια παλιά ραπτομηχανή
στο κατώι ξεχασμένη
γυρεύω τα δάκτυλα του κοριτσιού
τις κλωστές την υφή του καιρού
που γαζώνουν στην ούγια το χρόνο.

                        ΙΙ

Μια μηχανή σκουριασμένη συρμού
σαν συναντώ σε μέρη ορυχείου
ακούω τρόμου φωνές τα φουρνέλα
γεύομαι στον ουρανίσκο τη σκόνη
αδειάζουν μπροστά μου
καλάθια μοναξιάς
άνθρωποι της γης μαυρισμένοι.

                        ΙΙΙ

Σαν κοιτάζω γερμένο σκαρί
να κάθεται άπραγο στην προκυμαία
μυρίζω μπογιά το σανίδι παίρνει ξανά
το χρώμα της θάλασσας
ρόζοι στα χέρια του ναύτη
ανασύρουνε κάβο βαρύ
βλέπω κόμπο να δένουν στο στήθος
το σινιάλο της μάνας με δάκρυ.

                        ΙV

Σαν κοιτάζω το κανόνι στο κάστρο
μυρίζω αίμα στη χλαίνη
το γένι κρύβει το πρόσωπο
κύμα τ’ ανέμου η αρετή πίσω με πάει
τόλμη κάπου κοντά
περιφρονεί το θάνατο.




Η ΤΕΧΝΗ ΤΩΝ ΤΕΧΝΩΝ

Ο σιδεράς θέλει φωτιά
να φτιάξει πέταλα
τέχνη φοβερή
μια λίμα ο πεταλωτής
και δυο καρφιά
πόνο απ’ το πόδι να αφαιρέσει
μαδέρια ο μαραγκός
κι αλφάδι
πετσί κι ένα σφυρί ο τσαγκάρης
και μάτι ακριβείας
να βγαίνουνε στα μέτρα σου οι μπότες.
Κι αν έχεις σύνεργα του σιδερά
και τη φωτιά
τις λίμες του πεταλωτή
και γιατρικά
του μαραγκού και κτίστη αλφάδι
και χέρια για όλες τις τέχνες
να ’χεις
κι αγέλες άλογα
να πεταλώσεις
κι έπιπλα ωραία και μαγαζιά να αρματώσεις
αν ως απόδημος διαβιοίς
μην επαφίεσαι σ’ αυτά
μάθε οπωσδήποτε την τέχνη
του ν’ αντέχεις
συκοφαντίες διασυρμούς και τα λοιπά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου