Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Ο Στυλλής του Αναστάση ήρτεν που την ξενηδκιά
που λειπεν 25 γρόνια τζιαι τωρά πρώτη βολά .

Ηρτεν πίσω στο χωρκον του τους γονιους του για να δει.
Που γεράσαν στον καμόν του τόσα γρόνια κούκκουφοί.

Παλληκάρκα ως τζιει πάνω τζιαι τα τρία τους τ' αγγόνια
τζιαι που την χαράν οι γέροι σαν να τζιαι νεώσαν γρόνια.

'Ανοιξεν ξανά το σπίτιν με χαράν εμ μπόν γεμάτο
Ούλλον το χωρκόν σιέσταν ,πάνω γειτονιά τζιαι κάτω.

Αμμά ,,,,μόνον που τ'αγγόνια τίποτες εμ μπόν λαλούν
Στα Ρωμαίκα ενι ξέρουν του παππού "Γειά σου “να πούν

Εν καμός τούτος τζιαι πίκρα στ' Αναστάση την καρκιάν
Τον Στυλλήν ομπρός τον βάλλει ,πως ο νούς του εφ φελά.

-Ηντ' αξίζουσιν τα πλούτη ,γιέ μου άμαν ν'αρνηθείς
Την ταυτότηταν ,την γλώσσαν ,πού ' μαθες εσού μιτσής

Τα μωρά στέκουν θωρούν μας ,μηκακόν σαν ναν χαντά
Εν είσιεν γιέ μου σκολείο να τα μάθει ΕΛΛΗΝΙΚΑΑΑΑΑ ;

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΘΑΚΗ.


Στα εικοσάχρονα όνειρά μας
βάλαμε φτερά
Να πεταξουν για πιό πράσινους κάμπους
Ν'αντικρύσουν άλλες πατρίδες
Σαν έφθασε ή ώρα
ν,αφήσουμε πίσω μας την Ιθάκη
και μια υπόσχεση για γυρισμό .

Απόμεινε αιώνια να περιμένει εκπλήρωση ,
Μια ζωή αναβολή ,
παρά τον πόθο
και τέλος δεν φαίνεται

Εμείς φτωχοί μετανάστες ,
Να μην ανήκουμε στο πουθενά
Δένδρο μ'αλλού τις ρίζες
κι αλλού τραβάνε τα κλαδιά.
Παρά τα πλούσια ελέη
'τα πληρωμένα με νιάτα
και μια οικογένεια διχασμένη .

Διαφορά ιδεολογίας
που αδιαφορεί
Για το τί πραγματικά
είναι για μας
Η δικιά μας Ιθάκη.




(3το βραβειο ποιησης Γιοχαννεσπερκ 2007 )

Τρία (3) Ποιήματα της Μαρούλλας Πανάγου



ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Η αμαρτία εκεί να επιμένει
Ο πειρασμός
να ζητά την ψυχή μου
κι όμως Κύριε τόσες φορές
με προστάτεψες από μένα
Τώρα η αδυναμία μου
πέφτει στα γόνατα
Σώσε με και τούτη την φορά
Δώσε την δύναμη
και την επιμονή
στο δικό μου όχι .
Σώσε με από εμένα .



Μαύρα μάτια αγαπημένα

Αν θαρρείς ότι σου λείπω
στείλε μου μία σου σκέψη
Θα σου στειλω πρώτος , λέξη
τριαντάφυλλο στον κήπο
Αν θαρρείς ότι σου λείπω
μύνησέ μου να ξανάρθω
τρέχοντας εγώ θε ναρθω
στείλε μου μόνο τον μίτο
Για να μη χάσω τη στράτα
κι άνοιξε ξανά την πόρτα
όλα να γενούν σαν πρώτα
μην μ'αφήνεις μαυρομμάτα
Έρημη η καρδιά μου τώρα
απο τότε που 'χεις φύγει
με την θλίψη να τυλίγει
καθε μου στιγμή και ώρα.
Συνεχίζει η ελπίδα
πως ακόμα μ'αγαπάς
πόσο ακόμα να κρατάς
κι η καρδιά στην καταιγίδα
Πως αντέχουν μακριά μου
μαύρα μάτια αγαπημένα
γύρισε ξανά σε μένα
για να ανοίξει η καρδιά μου .
Η χαρά στο σπιτικό μου
να μπει με τον ερχομό σας
μαυρά μάτια στον καημό σας
έχω χάσει το μυαλό μου .


Στέλνω την καλημέρα μου για να σας ανταμώσει
μαζί με το χαμόγελο λίγη χαρά να δώσει
Σ' όσους πονάνε εύχομαι περαστικό να γίνει
αιώνιος δεν γίνεται ο πόνος για να μείνει
Προσπάθεια χρειάζεται γιαυτό χαμογελάστε
στείλετε πίσω την ευχή όσο μακριά και να' στε
Όταν εβγαίνει απ' την καρδιά δεν θα χαθεί στον δρόμο
τον υπογράφει η ψυχή της καλοσύνης νόμο
Ας τον ακολουθήσουμε χαμένοι δεν θα βγούμε
αγάπη όταν δίνουμε γαλήνη θε να βρούμε
Όση κι αν δίνει η καρδιά πάντοτε περισσεύει
σκορπά το ρόδο ευωδιά δίχως να λιγοστεύει

ΑΠΟΦΑΣΗ


Πριν λίγο ήμουν τα πάντα
τώρα δεν είμαι τίποτα.
Αυτό μου λέει η σιωπή σου
κι η κάθε σιωπηλή στιγμή
μαχαιριά σε ότι πίστεψα.
Η αφέλειά μου τιμωρός
σε αποχαιρετά.
Δεν θα γονατίσω
Θα βρω την δύναμη
όρθια ξανά να με δεις .
Ο πίνακας θα ξαναγίνει
πάλι λευκός
και τα λευκά μου όνειρα
λευκά περιστέρια
στο ίσιο βλέμμα που ατενίζει
την δική μου αλήθεια.

Ποίηση Χαϊκού της Μαρούλλας Πανάγου


Γλυκό τ´όνειρο
ποτέ δεν αλήθεψε
μ 'ακόμα γλυκό.



Πολλά μην λες
να δείχνεις με τα έργα
τις πράξεις σου.

ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Πως το 'κανε η καρδιά
και την αγάπη απαρνήθει;
Ξώφαλτση απεδείχθει
ή πολύ απελπισμένη.
Ανέλπιδη μάτια μου όμως
δεν παίρνει από λόγια '
και συνεχίζει να ξύνει την πληγή
Μουρμουρίζει το “σ'αγαπώ
έστω κι αν δεν τ' ακούς
Μουρμουρίζει το “σ'αγαπώ
κι ο αντίλαλος
το επιστρέφει
'Αγνωστη πιά η διεύθηνση της αγάπης
Καινούργια οδός
απελπισίας

Νούμερο τέλος του δρόμου .

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

[Ο χρόνος δεν με λογάριασε] / Λαμπής Γιάννος

Ο χρόνος δεν με λογάριασε,
με μάσησε και μ’ έφτυσε
κι έφθασα στο τέρμα δίχως να το καταλάβω
μέσα σε μια μόνο νύχτα

οι αναμνήσεις πιο πολλές από τα όνειρα μου
που δεν πρόλαβα και τ’ άφησα πίσω
φυλαγμένα μέσα σε ένα συρτάρι
όσα κι αν γίνουν, όσα ακόμα δεν έγιναν
να θυμάσαι , δεν θα σταματήσω ποτέ να σ’ αγαπώ
σ’ αισθάνομαι να στέκεις εκεί, αόρατη,
να με παρακολουθείς σαν φτιάχνω
τις βαλίτσες για τον επόμενο σταθμό,
δεν σ’ αποχαιρετώ γιατί βιάζομαι, όμως θα σε περιμένω
να έρχεσαι, τα απογεύματα και τις Κυριακές.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Το αίνιγμα




Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
Αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τoυ κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.



(Αθηνά Τέμβριου, 'Ανάμεσα στους Ήχους')

Δύο (2) ποιήσεις της Τουμαζή Έλενας


Έρχεσαι σε μένα
με όλο σου το χυμώδες είναι
και μου μιλάς
Κι εγώ παλεύω να υπερβώ το αδύνατον
μιας σφραγίδας
που μόνη της αποφάσισε την ιστορία μου
πολύ προτού γεννηθώ
Ω αθωότητα ανυπεράσπιστη
σύντροφε του τραγικού.

-------

Είμαστε δέντρα...
*
Τα δέντρα με παρηγορούν
τα δέντρα...
*
Και με τα δέντρα
και με τα δέντρα
θα ξεκινήσουμε ξανά...

Τρίτη 16 Ιουνίου 2015

Η δύναμη της πέννας.





α. Η πέννα τζιαι το γράψιμον.

Η πέννα έσιει δύναμην σγιαν έσιει το πιστόλιν,
οι λέξεις πάνω στο χαρτίν εν σιείρου που το βόλιν.

Σηκώννει επανάστασες τζιαι ρίφκει κυβερνήσεις,
μιαν κλαμουρίζει, μιαν γελά τζι’ ’έν καμνει διακρίσεις.

Έσιει μεγάλην δύναμην, γράφει για την ουσίαν,
για τούτον την εφκάλασιν «Τέταρτην Εξουσίαν!»

Έσιει την ικανότηταν μυαλά να τα παιδεύκει,
να ξισσιεπάζει τες βρομιές τζιαι τ’ άδικα να φεύκει, ...

... σούζει καρέκλες, θεμελιούς τζιαι σαν την πόμπαν σούζει
τζι’ ας μεν σκοτώννει άμεσα, σε βάθος χρόνου κρούζει.


β. Το σιέριν τζιαι ο νους.

Οι συγγραφείς τζι’ οι ποιητές, άμαν την πένναν πιάσουν
τζιαι λογικήν τζιαι δίκαιον καλά-καλά ζυάσουν, ...

... βάλλουν τες σκέψεις στο χαρτίν, γιουτούν τζι’ αναορεύκουν,
φκάλλουσιν συμπεράσματα τζιαι το μυαλόν παιδεύκουν, ...

... τζι’ άμαν τους έρτει έμπνευση, βιώματα ή όϊ,
μπαίννουν που κά- στην κρίσην τους ένοχοι τζιαι αθώοι.

Με τούν’ τον τρόπον γράφουνται κείμενα μα τζιαι στίχοι,
λόγια καυτά τζιαι εύστοχα, μα τίποτε στην τύχη, ...

... σκέψεις ζωής τζιαι θάνατου, καΐσια τζιαι λαχτάρες,
πίσ’ ’όν μηνίσκει τίποτες τζιαι δεν γίνουνται χάρες.


γ. Τ’ αμμάτιν τζιαι η κρίση.

Εν τ’ αναγνώστη το γυρίν, άμαν τα μελετήσει,
ποιόν εν που ’ν  λάθος ή σωστόν, στον νουν να ξεχωρίσει, ...

... τζι’ άμαν στον ώριμον τον νουν το νόημαν αρπάξει,
διαφωνεί ή συφφωνεί τζι’ ανάλογα ’ννα πράξει.

Ας κρίνει, ο ακροατής, τζιαι λέξεις μα τζιαι πέννα
τζιαι να σσιαστεί το νόημαν πού ’χουσιν τα γραμμένα.

Ύστερα, με την λογική τζιαι αν υπάρχει λόγος,
κρώννεται, συμβουλεύκεται τζιαι πράττει αναλόγως ...

... τζι’ άμαν που ποίμαν, κείμενον, το νόημαν εγεύτην,
ας δείξει τσας εχτίμησην σ’ τζιείνον που τα εσκέφτην.



Κυριάκος Κατσιαντώνης
28 Νιόβρη, 2014
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΗΣ

Νένα Φιλούση

Ο πατέρας μου είναι δάσκαλος σιωπηλός.
Κλείνει τρύπες και ρωγμές
με άσπρο, εύπλαστο πηλό 'τον πιο καλό στην αγορά'.
Βάφει πόρτες, παράθυρα, τοίχους
και πλένει τα πινέλα με νερό ή white spirit.
Δε μιλά. Ούτε γράφει. Μόνο κοιτάζει.


Τα καλοκαίρια βάφω κι εγώ
ό,τι βρω. Διάφορα χρώματα.
Δε ζωγραφίζω πια
μόνη μου γεμίζω τις τρύπες
και μπογιατίζω τοίχους αδιάκοπα.
Αλλά πάντα βγαίνει από κάτω
το λευκό του πατέρα.

Σάββατο 13 Ιουνίου 2015

Περιπλάνηση




Δεν προφητεύω τον έρωτα εγώ.
Τον ιερουργώ με όσα μ απόμειναν
Χρώματα

Ακολουθώ τ αχνάρια της ψυχής
Στα αέναα ταξίδια του ονείρου.
Αρμονικά δεμένα

Κι όπως τα ζώα, με την φυσική αρμονία
Του ένστικτου και της ομορφιάς,
Έτσι κι εγώ τον έρωτα ορμηνεύω

Τον ύπερο ευλογώ και ιερουργώ.
Τον στήμονα λαχταριστά
Περιφέροντας στο διαδύκτιο.

Αυτό τον κόσμο που έζησα πολύτροπα
Με ρίγη ηδονών
Ανασυνθέτοντας τον τώρα,
Απουσιάζω

Στην απέναντι όχθη
Πως περιμένει να με περάσει,
Χωρίς ψευδαισθήσεις
Ξέρω

ΑΙΩΡΕΙΤΑΙ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ

Αλεξάνδρα Ζαμπά

Αιωρείται το βλέμμα αιώνια αναζητά
και τα χρώματα


- δεν αρκούν οι καμπυλωτές γραμμές

η ταχύτητα των καταβροχθισμένων σκέψεων
λάμψη μες στη σκότη


κατάμαυρη ενός κόσμου παλιού
και πριν ακόμη

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΝΕΡΟ ΤΩΝ ΑΘΑΝΑΤΩΝ

Αθηνά Τεμβρίου

Δώσε το δώρο των θεών
να πιούμε στην τιμή της αγάπης.
Κραυγαλέο σημάδι στα χείλη
η κηλίδα τον κόσμου.
Η μάχη η τελευταία
οιωνός φοβερού πολέμου,
αχίλλειος πτέρνα της ζωής.


Ο θάνατος είναι κοντά
και το νερό της λήθης
σε αιματηρό πηγάδι.
Εκεί τα φίδια ξεδιψάνε
στον ίσκιο του πνιγμένου θνητού.


Δώσε των αθανάτων νερό
να πιούμε στην τιμή της γαλήνης,
αλάργα η νεκρανάσταση
να αλλάξουμε τον κόσμο.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟ της Αλεξάνδρας Γαλανού



Πρωί.
Τινάζεις τη σκουριά από τα κόκαλα.
Ξυπνάς τ’ άγρυπνο πρόσωπο.
Με βλέφαρο ανοικτό
καθορίζεις το χρώμα της μέρας.
Κάποτε κόκκινο, άλλοτε γκρίζο.
Σήμερα σίγουρα πράσινο.
— Τους τολμηρούς συνδυασμούς
κρύβεις στο βάθος του ερμαριού
για ειδικούς εορτασμούς —
Φοράς μανδύα περιβολής,
βάζεις τα παπούτσια σου ανάποδα
και περνάς το υπόλοιπο της μέρας
προσπαθώντας να περπατήσεις ίσια.

ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ


Ένοιωσα ρίγος να περνά,
Την ραχοκοκκαλιά μου,
Όταν σε πήρα αγάπη μου,
Μέσα στην αγκαλιά μου,


Ήταν η πρώτη μου φορά,
Που άγγιζα το κορμί σου,
Ήταν στιγμή ονειρική,
Σαν πήρα το φιλί σου,


Πέταξα ως τον ουρανό,
Φτερά είχα στην πλάτη,
Για νάβρω του παράδεισου,
Τ΄ωραίο μονοπάτι....


Πρώτη φορά σε φίλησα,
Κι΄ένοιωσα ευτυχία,
Πρώτη φορά σ΄αγκάλιασα,
Και είδα πόση αξία,


Έχει η αγάπη στην ζωή,
Και πόσο σου γεμίζει,
Καρδιά ψυχή μα και μυαλό,
Και πόσα σου χαρίζει,


Πρώτη φορά αγάπησα,
Και δεν το μετανοιώνω,
Μα ο έρωτας με έκανε,
Σαν το κερί να λειώνω.


ΑΝΘΙΜΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ