Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Τα κύματα της ιστορίας / Πιερίδης Θεοδόσης



Αχ, αλήθεια, η θάλασσα ετούτη πώς μυρίζει μουράγιο
πώς μυρίζει ολογέμιστα αμπάρια και πλούσια ξεφορτώματα
και ξένην αρχοντιά που ήρθε μια μέρα κι έμεινε
με τα σκληρά κοντάρια της και με τις μαλακές της υποκλίσεις.

Θα' τανε, λέω, γλυκιές πολύ, θα' τανε μεταξένιες
σαν τα πολλά που φέρανε μετάξια τους.
θα' ταν ξανθές κι αστραφτερές σαν τα πολλά χρυσά τους.
Θα' ταν περίσσια ευγένισσες εκείνες οι κυρίες.
Και θα τους άρεσε ο περίπατος απάνω στα τείχη.

Εδώ δεν είχαν να νανουρίσουν τη λεπτή τους μελαγχολία
όπως τον καιρό που προσμένανε τον περαστικό τροβαδούρο
πλάι στο ποταμάκι της πατρικής τους Αραγωνίας.
Εδώ είχανε μια μεγάλη θάλασσα που τους κουβαλούσε τα πλούτη
είχαν ένα μεγάλον ουρανό
που έβαζε στο κεφάλι τους ζαφειρένια κορώνα
είχαν ένα φέγγος μεγάλο που μπορούσαν και να νομίσουνε
πως μόλις γεννήθηκε ήρθε οε τούτο τον κόσμο
μόνο και μόνο για να πλαισιώσει τα τριανταφυλλένια τους μηλομάγουλα.

Τις βλέπω να σεργιανούνε απάνω στα τείχη
τις Ισαβέλες, τις Καρλότες, τις Ελεονόρες,
που ήρθαν μια μέρα κι έμειναν - κι ήρθε μια μέρα και φύγαν
χωρίς ν' αφήσουν, χωρίς να πάρουνε τίποτα.

Μπορεί εκείνες να ξανάδεσαν τον πριγκιπικό τους περίπατο
πλάι στο ποταμάκι της Αραγωνίας
μπορεί να κλωθογύρισαν και πάλι πολυστέναχτες
κάτω απ' τα σκεβρωμένα κλαριά της γενεαλογίας τους
ενώ εδώ εξακολουθούσαν να ζούνε οι πληβείες αφέντρες του τόπου
εξακολουθούσανε να' ρχονται και να φεύγουνε
να ορμούν, να σβήνουνε, να παφλάζουνε.
ένα-ένα τα κύματα της ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου